Τρίτη 5 Αυγούστου 2014

Το ριζίτικο τραγούδι, στο χρόνο και στον τόπο (Α Μέρος)


Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΔΕΝ ΠΩΛΕΙΤΑΙ,
ΔΕΝ ΕΜΠΟΡΕΥΕΤΑΙ ούτε
ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΕΙΤΑΙ για προσωπι
κή προβολή ή κερδοσκοπικούς
λόγους.

Συνεχίζοντας την πορεία μας πάνω στο θεματικό άξονα «Παράδοση» και όπως είχαμε υποσχεθεί σε προηγούμενο άρθρο, επανερχόμαστε σήμερα με ένα μεγάλο αφιέρωμα στο Ριζίτικο τραγούδι και τους αξιακούς κώδικες που αυτό μας μεταφέρει διαχρονικά από τα βάθη του χρόνου.
Κόντρα στα νεοτερίστικα ρεύματα της αλλοίωσης, της παραχάραξης και της εμπορευματοποίησης της παράδοσης, που πότε ξεκινά από ένα άρρωστο τοπικισμό κάποιων επαγγελματιών «πολύξερων» και πότε από τον τυχοδιωκτισμό της κερδοσκοπίας κάποιων επαγγελματιών της τέχνης.
Το ριζίτικο τραγούδι, έχει καπηλευτεί και κακοποιηθεί, όσο κανένα άλλο είδος δημοτικού τραγουδιού.

Προκειμένου να καλύψομε όλη την αλήθεια και την ιστορική συνέχεια του ριζίτικου τραγουδιού αλλά και την αξία των πολιτισμικών κωδίκων που αυτό μας κληροδοτεί διαχρονικά, θα αναγκαστούμε να χωρίσομε την έρευνα μας σε δύο ενότητες, με δυο παράλληλα άρθρα.
Στο πρώτο που είναι το παρόν, θα αναφερθούμε στην ιστορία, το  χαρακτήρα και την Δωρική επική ποιητική τέχνη του ριζίτικου.
Στο δεύτερο μέρος, θα αναφερθούμε στην παρουσίαση του ριζίτικου τραγουδιού, με όλα τα αντιπροσωπευτικά του δείγματα που σώθηκαν στο χρόνο και εφτασαν μέχρι εμάς μέσα από την προφορική παράδοση.


Μια εκτενή ανάλυση πάνω στους πολιτισμικούς κώδικες των δημοτικών μας τραγουδιών, θα βρείτε σε παλιότερα άρθρα μας,
ΕΔΩ  και  ΕΔΩ



Η ΠΑΡΑΔΟΣΗ έχει στοιχεία στατικότητας και αυστηρής προσήλωσης στις πρωταρχικές δημιουργίες διαφορετικά δεν θα λεγόταν «ΠΑΡΑΔΟΣΗ».
Κάθε προσωπική αυθαίρετη διασκευή δεν υπηρετεί την παράδοση,
αλλά την αντιστρατεύεται και συμβάλλει στην καταστροφή της.
Όποιος μπορεί να «ποιήσει» δικά του τραγούδια, να «συνθέσει» δικούς του σκοπούς, ας το κάνει, αλλά να ξέρει πως δεν είναι θεμιτή η παραχάραξη και γι' αυτό να αποφεύγει τις απομιμήσεις γιατί καταλήγουν σε κακόγουστα αποτελέσματα.
Τους πρωτομάστορες πρέπει να τους σέβονται όλοι και ένα παραπάνω, να μην «περνούν» κακέκτυπα πρότυπα στους νεώτερους ή στους μη γνωρίζοντες, γιατί έτσι αλλοιώνουν το ύφος και το ήθος της παράδοσης.
Ας μην παίζομε «εν ου παικτοίς»! ή για να το πούμε
Κρητικά: «με ξένα κόλλυβα μην κάνεις ποτέ μνημόσυνο»!
Πολύπαθο κομμάτι της μουσικής μας κληρονομιάς το Ριζίτικο τραγούδι, παρουσιάζει τα τελευταία χρόνια πολλούς μνηστήρες, που το κακοποιούν τόσο πολύ, όσο δεν συμβαίνει με κανένα άλλο δημοτικό τραγούδι.
Μακάρι να μάθουν όλοι οι Κρητικοί και μη να τραγουδούν ριζίτικα τραγούδια, αλλά να μην τα διαστρεβλώνουν, να μην τα οικειοποιούνται όσοι δεν τους ανήκουν, και να τα αποδίδουν
σωστά και όχι όπως βολεύει τον καθένα οργανοπαίχτη ή τραγουδιστή.
Τα «ριζίτικα» έχουν καταγραφεί προ πολλού, έχουν κατασταλάξει, και έχουν «κλειδώσει» σαν μουσικοποιητικό δημιούργημα συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, και εκφράζουν συναισθήματα και γεγονότα κάτω από ειδικές ιστορικοκοινωνικές συνθήκες.


Γεννήθηκαν στα χωριά της ρίζας, δηλαδή στις υπώρειες των Λευκών Ορέων του Ν. Χανίων και όχι στον κάμπο ή στα αστικά κέντρα και καλύπτουν χρονικά την περίοδο μέχρι τη Γερμανική κατοχή.
Από εκεί διαδόθηκαν και σε όλα τα γύρω χωριά των άλλων επαρχιών του Νομού Χανίων σε περιοχές δηλαδή που ζούσαν ως επί το πλείστον αγροτοποιμενικά και κάτω από τις ίδιες ιστορικές και κοινωνικές συνθήκες και είχαν τα ίδια ήθη και έθιμα, τα ίδια αισθήματα ζούσαν με τα ίδια παθήματα από τους
κατά καιρούς κατακτητές, άρα είχαν κοινή μοίρα και ως μέσον
διάδοσης και διάσωσης υπήρξαν οι κοινωνικές επαφές που υπήρχαν μεταξύ των επαρχιών του Ν. Χανίων (γάμοι - βαπτίσεις- πανηγύρια και κάθε είδους χαροκόπια).
Παρατηρείται βέβαια κάποια μικρό διαφοροποίηση σε λίγους σκοπούς λίγων τραγουδιών, δικαιολογημένη οπό τις ιδιαιτερότητες κάποιων περιοχών. Πάντως τραγουδιέται μέχρι σήμερα και θα τραγουδιέται
το πανάρχαιο αυτό «άσμα» και θα αντιλαλεί βροντερά και απαράλλαχτα ο δωρικός του τόνος σε όλα τα χωριά του Νομού, ό-
που ζουν ριζίτες.
 «Τα ριζίτικα τραγούδια αποτελούν ίσως μοναδικό φαινόμενο αυτοσυντήρησης, αντοχής και αντιστάσεως ενάντια στη φθορά και το ξεθώριασμα που επιφέρει ο χρόνος ... Μέσα στο απρόσιτο κάστρο των Λευκών Ορών, στις «ρίζες» εκεί που κρατήθηκαν αναλλοίωτες και ζωντανές όλες οι καταβολές της φυλής, το τραγούδι αυτό αιωνία, εκφράζει την ψυχική επαφή των ανθρώπων με τους προγόνους, το περιβάλλον και την ιστορία. Για το λόγο αυτό τα «ριζίτικα» δεν είναι τραγούδια του καιρού μας με σύγχρονα ποιητικά και μουσικά μετρά...».
Όπως μας λέει ο λογοτέχνης και συγγραφέας ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΡΟΥΛΑΚΗΣ
στο βιβλίο του «ΟΙ ΡΙΖΕΣ ΤΩΝ ΡΙΖΙΤΙΚΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ »
Τι άλλο να επικαλεσθεί κανείς, όταν τόσο γλαφυρά περιγράφονται, όσα προαναφέρονται από ερευνητή - λογοτέχνη- άνθρωπο του πνεύματος και της «ρίζας»;
Αυτά ισχύουν και οτιδήποτε άλλο είναι προϊόν άγνοιας αίρεσης ή και ορισμένες φορές, όπως διαφαίνεται, υστεροβουλίας και αθέμιτης οικειοποίησης προς «ίδιον όφελος».
Τα «ριζίτικα» στίχοι και σκοποί έχουν «κλειδώσει», όπως ακριβώς συμβαίνει με τα τροπάρια της εκκλησίας μας.
Κανείς δεν μπορεί να προσθέσει καινούργια ή να συνθέσει άλλους ήχους από τους 8.

Αυτά ας τα έχουν υπόψη τους όσοι οργανοπαίχτες ή «ανάλαφροι ρέκτες» τραγουδιστές προσπαθούν να αυτοπροβληθούν ελαφρά τη καρδία.
Ας προστεθούν λίγα λόγια ακόμη σχετικά με την αυθεντικότητα των «ριζίτικων».
Κάθε νομός της Κρήτης ή και κάθε περιοχή Νομού, έχει τη δική του φυσιογνωμία, τη δική του κουλτούρα κλπ. και είναι σεβαστό.
Όμως στο Ν. Χανίων δεν οικειοποιούνται ό,τι δεν τους ανήκει- έτσι π.χ. χορεύουν το Μαλεβιζιώτικο χορό, αλλά τον χορεύουν σωστά και δεν λένε ότι βγήκε στα Χανιά.
Δεν οικειοποιούνται τις Ανωγειανές μαντινάδες και χορούς και ούτε τις Σητειακές κοντυλιές, το ίδιο συμβαίνει και αντίστροφα.
Το φαινόμενο που παρουσιάζεται και θίγεται εδώ, αφορά όχι νομούς και περιοχές, αλλά τους οργανοπαίχτες εκείνους άλλων περιοχών η νομών που διασκευάζουν (διάβαζε αλλοιώνουν) τραγούδια και σκοπούς όντας εντελώς άσχετοι με τη γνώση και το βίωμα που είναι απαραίτητα στοιχεία για να μπορέσει οποιοσδήποτε να αγγίξει τη μελωδία των, επίσης αφορά λίγους, ευτυχώς, που όμως χρησιμοποιούν διάφορα ΜΜΕ, παριστάνοντας τους τραγουδιστές, συγγραφείς, ριζίτες, συνθέτες κλπ. και δημιουργούν με την πολυπραγμοσύνη των σύγχυση στο κοινό που τους παρακολουθεί (σε όσους φυσικά δεν γνωρίζουν)
Παρά την έντονη κριτική μας δε θα παραλείψουμε να αναφερθούμε και να επαινέσουμε όσους νέους καλλιτέχνες οργανοπαίχτες και χορευτές που κρατώντας "αντισκάρι" στη φθορά, παίζουν και χορεύουν όπως οι πρωτομάστορες εθεμελίωσαν.
Όπως επίσης είναι αξιοζήλευτη η προσπάθεια που καταβάλλουν πολλοί σύλλογοι ή παρέες σε όλο το Ν. Χανίων για τη σωστή εκμάθηση και απόδοση των ριζίτικων τραγουδιών.

Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του 85χρονου Μανώλη Αθουσάκη ή Λουλούδα από τους Κάμπους Κεραμιών, στην αγωνία του για το ριζίτικο τραγούδι.
Ο αείμνηστος μεγάλος μας δάσκαλος Αθουσάκης Μανώλης ή Λουλούδας, δεν ήταν μόνο λάτρης, γνώστης και εκφραστής του Ριζίτικου τραγουδιού αλλά και ένα παλικάρι που ύψωσε το ανάστημά του μπροστά στην αλλοίωση, εμπορευματοποίηση και την καπηλεία, που τείνει να αφανίσει το Ριζίτικο Τραγούδι.
 «Επειδή ο τάφος μου είναι ανοιχτός και φοβούμαι μήπως η πλάκα δε δεχτεί να με σκεπάσει αποφάσισα να γράψω και πάλι αυτές τις λίγες αράδες πιστεύοντας ότι ενεργώ σύμφωνα με την εντολή των προγόνων μου και μεγάλων μου δασκάλων, του ριζίτικου τραγουδιού, που είναι να υπερασπίζομαι το ριζίτικο τραγούδι και να το παραδώσω και εγώ στους νεότερους όπως μου το παρέδωσαν.
Το ριζίτικο τραγούδι έζησε στους πρόποδες των Λευκών Ορέων ήρεμο και ατάραχο. Εκεί εδιδάσκουντονε χωρίς πένα και χαρτί, χωρίς δασκάλους και σχολεία, από ανθρώπους αναλφάβητους και μεταφέρουντονε από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά για αρκετούς αιώνες.
Σήμερα όμως, από τα χωριά που βρίσκονται στους πρόποδες των Λευκών Ορέων, οι νέοι έχουν φύγει προς την πόλη και το Ριζίτικο τραγούδι δεν έχει πού ν' απλώσει τις ρίζες του. Γι' αυτό τους ακολούθησε στην πόλη.
Στην πόλη όμως, κάποιοι πιτήδειοι που κρύβονται άλλος πίσω από ένα δίπλωμα, άλλος πίσω από μια υπηρεσία και άλλος πίσω από μια οργάνωση και ψάχνου-νε για αυτοπροβολή, πιστεύουνε ότι το ριζίτικο τραγούδι είναι ξέφραγο αμπέλι, μπήκανε μέσα και αλωνεύουνε ανενόχλητοι…
…Και έτσι έχει στηθεί ένας πρώτης τάξεως οργανισμός για τον αφανισμό του ριζίτικου τραγουδιού, που οι αναλφάβητοι προγονοί μας έχουνε δημιουργήσει και διατηρήσει τόσους αιώνες και το παρέδωσαν σε μας μεταφερόμενο από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά.
Από το τελευταίο σκαλοπάτι του τάφου μου κάνω έκκληση σε αυτούς που προ-βαίνουνε σε τέτοιες ενέργειες να τις σταματήσουνε και να δουν με σοβαρότητα αυτό που είπε ο ψυχίατρος Αντώνης Αιοδάκης στο δεύτερο συνέδριο του Ριζίτικου Τραγουδιού στις 11-12-93 στην αίθουσα της Αγίας Σοφίας στον Αποκόρωνα
«ΑΣΤΕ ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ ΑΞΙΟΠΡΕΠΩΣ» και τους λέω ακόμη ότι το ριζίτικο εδιδάχτηκε μόνο στο πανεπιστήμιο των Λευκών Ορέων και όσοι δεν εσπουδάσανε σε αυτό, δεν το γνωρίζουνε, ούτε μπορούνε να το εκφράσουνε».

ΤΟ ΡΙΖΙΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ


 Τα ριζίτικα τραγούδια αποτελούν ίσως μοναδικό φαινόμενο αυτοσυντήρησης αντοχής κι αντιστάσεως ενάντια στη φθορά και το ξεθώριασμα που επιφέρει ο χρόνος.
Μέσα στο απρόσιτο κάστρο των Λευκών Ορέων στις «ρίζες», εκεί που κρατήθηκαν αναλλοίωτες και ζωντανές όλες οι καταβολές της φυλής, το τραγούδι αυτό αιώνια εκφράζει διάτονα την ψυχική επαφή των ανθρώπων με τους προγόνους, το περιβάλλον και την ιστορία.
Για το λόγο αυτό τα «Ριζίτικα» δεν είναι τραγούδια του καιρού με σύγχρονα ποιητικά και μουσικά μέτρα, αλλά κοινοί και γενικώτερα κανόνες που αναδείχνουν ολόκληρη την ψυχική οντότητα της Δωρικής ράτσας, είναι τα ίδια πανάρχαια μελωδικά απηχήματα, που αναφέρει ο Αιλιανός στον αυστηρό κι απαράγραφο τόνο της υποθήκης:
«Κρήτες τους παίδας τους ελεύθερους μανθάνειν πρώτον τους νόμους εκέλευον μετά τινος μελωδίας, ίν’εκ της μουσικής ψυχαγωγώνται και ευκολώτερον αυτούς τη μνήμη διαλαμβάνωσι και ίνα μη τι των κεκωλυμένων πράξαντες, αγνοία πεποιηκέναι απολογίαν έχωσι. Δεύτερον δε μάθημα έταξαν τους των θεών ύμνους μανθάνειν. Τρίτον τα των αγαθών ανδρών εγκώμια».

Η μελέτη αυτή είναι ερμηνεία κι αποκάλυψη μιάς βαθύτερης πίστης.
Τα τραγούδια αυτά δεν είναι τίποτ’ άλλο παρά απηχήματα πανάρχαια, που από την εποχή των Δωριέων έφτασαν ως τις ημέρες μας χωρίς να χάσουν το χαρακτήρα και την εσωτερική τους υπόσταση.

ΙΣΤΟΡΙΑ ΣΑΝ ΟΡΑΜΑ

“Hortantur socii Cretam proavosque petamus”
(Βιργίλιος)
Στη φαντασία των ποντοπόρων η Κρήτη περιτυλιζόταν με το μυστήριο μιας Ατλαντίδας και τη γοητεία ενός νησιού που στην κουρασμένη ψυχή του επισκέπτη φανερωνόταν σαν μαγική όραση «μέσω ενί οίνοπι πόντω, καλή και πίειρα, περίρρυτος, εν δ’ άνθρωποι πολλοί, απειρέσιοι, και εννήκοντα πόληες (Οδύσσεια, Τ. 172)».
Το «περίρρυτο» αυτό νησί έγινε το φιλόγονο λίκνο της φυλής μας κι έθρεψε όλες τις καταβολές, που άφησαν οι θεοί και άνθρωποι μαζί.
Ό,τι καλό γέννησε το σκόρπισε στον κόσμο απλόχερα, κι’ό,τι δέχτηκε απ’έξω το κράτησε με στοργή και το μεγάλωσε σαν τιτάνα.
Κρατήρας του μεσογειακού πολιτισμού η Κρήτη χάνεται στα έγκατα της ιστορίας, σα μητέρα πανάρχαια, όπου γεννοβολά πότε θεούς και πότε ανθρώπους.
Μέσα από τα απύθμενα βάθη αναδύονται θεοί, άνθρωποι, δαιμονικές οντότητες, ιδέες, λάβα ασταμάτητη ζωής και θανάτου, σε μια αιώνια τιτανική αναψύχωση!
Η ιστορία του τόπου αυτού είναι ατελείωτη, δεν ξέρει κανένας από πού άρχισε και πού θα τελειώσει.

Ποτέ στην Κρήτη δε γράφτηκε ιστορία, όπως την καταλαβαίνουμε σήμερα: τα πάντα είναι ιστορία.
Όλα μας την διδάσκουν ζωντανή, αιώνια, αινιγματική.
Ταξίδεψε από την Ανατολή ως τη δύση και θα μείνεις θαμπωμένος από τα συντρίμμια του κόσμου που πέρασε.
Περπάτησε στους ζωντανούς δρόμους που άνοιξαν οι καινούργιοι καιροί και θα δείς τις ίδιες φυλές, που αναφέρει ο Όμηρος, ολοζώντανες, εκφραστικές.
Παντού στους κάμπους της ανατολικής Κρήτης θα συναντήσεις να περνούν ευκίνητοι, μελαχροινοί Ετεόκρητες και Πελασγοί
και στα βουνά της δυτικής γιγαντόσωμης κατάξανθοι Δωριείς και Αχαιοί, σχεδόν απαράλλαχτοι, όπως όταν πρωτοπάτησαν το πόδι τους στο νησί.
Ίδιοι άνθρωποι, ίδιο περιβάλλον, ίδιες ονομασίες, ίδιες συνήθειες. Όχι, το αίνιγμα δε βρίσκεται στα σκοτεινά ίχνη των περασμένων, αλλά στη σύνθεση των παλιών και των καινούργιων και τη σωστή ερμηνεία και διάγνωση των σημερινών κοινωνικών μορφών, που έχουν τις ρίζες τους πολύ βαθιά στις ιστορικές πηγές.

Εκείνος που πασχίζει να μετρήσει και να μελετήσει μόνο τ’ αχνάρια του ανθρώπου, βλέπει μονάχα τη σκιά του θαμπή κι ακαθόριστη να μεγαλώνει διαρκώς προς τα πίσω.

«και όλως θόρυβος και μανία τα εν τη Ίδη άπαντά εστι» (Λουκιανού: «Θεών διάλογοι» 12, 1).
Οι δεσμοί που μας ενώνουν με το παρελθόν είναι ακατάλυτοι.
Ό,τι υπάρχει στη ζωή μας γνήσιο, έχει τις ρίζες βαθιά στη ζωή των προγόνων και απλώνεται σαν κοινή συνείδηση, που εκφράζει το ζωντανό χρώμα της διαρκώς ανανεωμένης ιστορικής μας ζωής.
Το λαογραφικό υλικό που υπάρχει στον τόπο μας είναι το πιο καθάριο κι αληθινό σημάδι της ζωντανής κι άφθαρτης αιωνιότητας της μεγάλης μας παράδοσης. Αναφέρεται στο σύνολο και κατά τούτο είναι σπουδαίο, ότι δηλαδή εκφράζει καθολικά, κατά βάθος και πλάτος, στο χρόνο και στο χώρο, κάθε λαϊκή απόχρωση σ’οποιαδήποτε έκφρασή της.

Τόσο τα ζωντανά στοιχεία που μας κράτησε η αιώνια παράδοση, όσο και οι πληροφορίες που μας άφησε η ιστορία, μας φανερώνουν ότι ιδιαίτερα στην Κρήτη διατηρήθηκαν με στοργή, όλες οι πανάρχαιες εκείνες καταβολές που τρέφουν διαρκώς το λαϊκό αίσθημα και ζωοποιούν κι ανασταίνουν τον πολιτισμό και την εθνική πίστη.
Αισθήματα καθολικά, σαν της τιμής, της παλληκαριάς, της φιλοξενίας, της ηθικής, της δικαιοσύνης, της σοβαρότητας, απηχούν πολύ δυνατά στη συνείδηση και ενώνουν τους ανθρώπους με σταθερούς δεσμούς κοινωνικής πειθαρχίας και ανυπόκριτης εσωτερικής αμοιβαιότητας.
Στην Κρητική ψυχή, όπως και στην αρχαία Σπαρτιατική, κυριάρχησαν τα ήθη και τα έθιμα σε τέτοιο σημείο, που να γίνουν θεσμοί απαρασέλευτοι και αιώνιοι με ισχύ και δύναμη πολύ μεγαλύτερη από τους νόμους:
«Οι μεν ούν άλλοι νομοθέται ταις γνώμαις διέστησαν και τον έτερον αυτών (δηλ. των τρόπων) όν έδοξεν εκάστοις ελόμενοι τον έτερον παρέλειπον, ο ί ο ν Λ α κ ε δ α ι μ ό ν ι ο ι μ ε ν κ α ι Κ ρ ή τ ε ς έ θ ε σ ι ν ε π α ί δ ε υ ο ν, ο ύ λ ό γ ο ι ς, Αθηναίοι δε και σχεδόν οι άλλοι πάντες Έλληνες ά μεν χρή πράττειν ή μη προσέτασσον διά των νόμων, του δε προς αυτά διά των έργων εθίζειν ωλιγώτερουν» (Φλαβίου Ιωσήπου: «Κατ’Aπίωνος» Β΄, Κεφ. ΧVI, 172.).
Το έθιμο δένει τον άνθρωπο στενά με τον τόπο, το περιβάλλον, το συνάνθρωπο, πειθαρχεί από εσωτερική ανάγκη, συναίσθηση και αυθορμητισμό, δεν έχει ανάγκη του καταναγκασμού του νόμου. Αντίθετα ο νόμος προϋποθέτει διάσπαση της κοινής συνοχής και χαλάρωση της βαθιάς σύνδεσης που συνέχει το σύνολο με το άτομο. Για κάθε υπερβασία, ο νόμος μπαίνει φραγμός ανασχετικός μπροστά τον άνθρωπο, το «έθος» όμως εντάσσει το άτομο στον κοινό νόμο.
To «έθος» στη μεγαλόνησο στάθηκε πρωταρχικός παράγοντας στη διατήρηση των κοινωνικών μορφών και πνευματικών εκφράσεων σε όλο το μήκος της ιστορικής μνήμης. Είναι κάτι που ξεπερνά τις συνηθισμένες αναγραφές και σμίγει μυστικά τα άδυτα της ψυχής μας με τα άδυτα της ιστορίας.
Η βαθειά ενατένιση του παρόντος μας δίνει την αιωνιότητα σε όλη της την έκταση. Όποιος έχει τη δύναμη να νιώθει το παρόν, σε όλη του την πληρότητα, τη σημασία και τον πλούτο, αυτός έχει κατανοήσει ξεκάθαρα όλο το χρόνο.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει και για το δημοτικό και ιδιαίτερα το ριζίτικο, που ορισμένοι λόγοι μας κάνουν να πιστέψουμε πως είναι το ίδιο το πανάρχαιο τραγούδι με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα και χρώμα που του χάρισαν τα γεγονότα και οι διάφορες εποχές.

ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ ΠΥΡΗΝΑΣ ΤΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΙΟΥ

Για να φτάσουμε στη σωστή ερμηνεία της προέλευσης και καταγωγής των ριζίτικων τραγουδιών, πρέπει να μελετήσουμε το περιβάλλον που υπάρχει και ζεί και τα σημεία που συνάπτεται χαρακτηριστικά στην ιστορική γραμμή που ενώνει το παρελθόν και το παρόν.
Και είναι πολύ βαθειές οι ρίζες του τραγουδιού αυτού, μπορούμε να πούμε πως το ιστορικό βάθος του είναι αντιστρόφως ανάλογο με την έκταση που απλώνεται η σημερινή του μορφή.
Πραγματικά, μέσα σχεδόν σε μια περιφέρεια που περιτρέχει τις ανώμαλες προσβάσεις, τις ρίζες, όπως λένε, των Λευκών Ορέων, τραγουδιέται ακόμα και σήμερα το πανάρχαιο τούτο άσμα που κάνει ν’ αντιλαλεί και να στένει ακατάσχετος και βροντερνός, αιώνιος κι απαράλλαχτος ο δωρικός τόνος.
Πολλά στοιχεία μας κάνουν να πιστέψουμε ότι κανένα μέρος της Ελλάδας δε διατήρησε τόσο καθάριο το δωρικό τύπο ανθρώπου και τη λακωνική παρουσία τόσο ακέραια, όσο η περιφέρεια των Σφακιών και της Ρίζας γενικά.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης και ο Στράβωνας μας μιλούν για την πρώτη αποίκηση στην Κρήτη που έγινε πέντε γενιές πριν από τον Τρωϊκό Πόλεμο (Στράβων. «Γεωγραφικά» βιβλ. Ι΄, Κρήτη).

Η πραγματική όμως εγκατάσταση των Δωριέων που πήρε το χαρακτήρα της εισβολής έγινε ύστερα από το 1049 π.Χ.
Οι Δωριείς στο Ανατολικό του νησιού, μπόρεσαν να κάμουν ένα γερό ορμητήριο απέναντι στη δύναμη της Κνωσού, ενώ στο Δυτικό και ιδιαίτερα στο νομό Χανίων σκορπίστηκαν στις ορεινές περιφέρειες των Λευκών Ορέων.
Έτσι μπορούμε να υπολογίσουμε ότι στην Ανατολική Κρήτη μόνο εστίες οχυρές, σαν την Λύκτο, μπόρεσαν ν’ αντέξουν στον ατέλειωτο πόλεμο, που έκαναν οι ντόπιοι, ενώ στο νομό Χανίων «οι ρίζες» των Λευκών Ορέων στάθηκαν τα ορμητήρια και οι εθνικές βάσεις για την πιο πέρα κατάκτηση.
Είναι φανερό πως ένας πολιτισμός πανάρχαιος με τόσες πόλεις οργανωμένες κι ισχυρές, δεν ήταν εύκολο να καταβληθεί.
Οι Δωριείς, πιο λίγοι αριθμητικά, ποτέ δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ολοκληρωτικά τα πεδινά μέρη του νομού. Έμειναν πάντοντε οι βουνήσιοι μαχητές που στο πλήθος των ιθαγενών ανατίναξαν την ορμή και τη σιδερένια πειθαρχία και στον ανώτερο πολιτισμό τους την αυστηρή και καθολική διαπαιδαγώγηση.
Πολύ γρήγορα προσαρμόστηκαν στις νέες συνθήκες και δέχτηκαν ό,τι νόμιζαν καλό από τους παλιούς κατοίκους, οργανώνοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις πολιτείες με τις σταθερές βάσεις της δωρικής πειθαρχίας και τις ανώτερες ενδείξεις της Κρητικής νομοθεσίας και προνοητικότητας.
Έτσι πρέπει να εξηγήσουμε, γιατί σήμερα στα ορεινά συγκροτήματα βρίσκονται τόσα ευρήματα αρχαία, σε αντίθεση με τα πεδινά που παραμένουν παρθένα ακόμα στην αρχαιολογική σκαπάνη και που σίγουρα τα σπλάχνα τους θα κρύβουν αμύθητους θησαυρούς του παλαιοτέρου Αιγαιοπελασγικού πολιτισμού.
Ο Στράβωνας στα Γεωγραφικά του (βιβλ. Ι) μας αναφέρει για τη σύσταση του πληθυσμού, έχοντας στο νού του τις γνωστές μαρτυρίες του Ομήρου (Τ472-477) και των άλλων που έγραψαν πριν απ’ αυτόν:
«Τους μέν ούν Ετεόκρητας και τους Κύδωνας αυτόχθονας υπάρξαι εικός, τους δε λοιπούς επήλυδας, ούς εκ Θετταλίας φησίν ελθείν Άνδρων της Δωρίδος μεν πρότερον νύν δε Εστιαιώτιδος λεγομένης, εξ ής ωρμήθησαν, ως φησιν, οι περί τον Παρνασόν οικήσαντες Δωριείς και έκτισαν την τε Ερινεόν και Βοιόν και Κυτίνιον, αφ’ού και τριχάϊκες υπό του ποιητού λέγονται».
Στους ιστορικούς χρόνους οι Δωριείς είχαν επεκταθεί και προς τα ανατολικά του νομού Χανίων, ενώ στα δυτικά βρισκόταν ακόμα οι Κύδωνες:
«Τούτων φησί Στάφυλος το μέν προς έω Δωριείς κατέχειν, το δε δυσμικόν Κύδωνας, το δε νότιον Ετεόκρητας».

Στις ορεινές περιφέρειες η δωρική ράτσα καθάρια κι απροσπέλαστη καθώς ήταν, δέχτηκε με τον καιρό το πιο συγγενικό στοιχείο, τους Αχαιούς, και τούτο στάθηκε η απαρχή μιάς καθολικής ένωσης των δυό αυτών φύλων:
«Κωμηδόν δ’ ώκουν πρότερον, είτ’ Αχαιοί και Λάκωνες συνώκησαν τειχίσαντες ερυμνόν χωρίον βλέπον προς μεσημβρίαν» (Στράβωνος «Γεωγραφικά». Βιβλ. Ι΄ 13).
Γενικά στους ιστορικούς χρόνους το καινούργιο αυτό στοιχείο είχε επιβληθεί τόσο, που ολόκληρος ο κρητικός πολιτισμός να εκφράζεται με τις ρωμαλέες μορφές της δωρικής λεβεντιάς μέσα στο βαθύ και αινιγματικό φόντο ενός πανάρχαιου πολιτισμού.

Αυτό άλλωστε μας δείχνουν και οι πολυάριθμες μαρτυρίες των αρχαίων για την αμοιβαία σχέση Σπαρτιατικής και Κρητικής πολιτείας, (Πλάτωνος: «Νόμοι» Β, 683) που δεν ήταν όμως και τόσο ξεκαθαρισμένες αν θάπρεπε να δοθεί στην πρώτη ή στη δεύτερη η προτεραιότητα:
«Λέγεσθαι δε υπό τινων, ως Λακωνικά είη τα πολλά των νομιζομένων Κρητικών, το δ’ αληθές ευρήσθαι μεν υπ’ εκείνων, ηκριβωκέναι δε τους Σπαρτιάτας τους δε Κρήτας ολιγωρήσαι…» (Αριστοτέλους «Πολιτικά» Β 10 και Β Κεφ. ΣΤ)

Χαρακτηριστικά ακόμα αναφέρει ο Αριστοτέλης:
«Η δε Κρητική πολιτεία πάρεγγυς μεν εστί ταύτης, έχεις δε μικρά μεν ου χείρον, το δε πλείστον ήττον γλαφυρώς, και γάρ έοικε και λέγεται δε τα πλείστα μιμήσθαι στην Κρητικήν πολιτείαν η των Λακώνων».
Η Κρητική ιστορία δυστυχώς ελάχιστες μαρτυρίες μας άφησε κι αυτές όχι και τόσο ξεκάθαρες, ο ίδιος όμως ο τόπος σε ορισμένα σημεία διατήρησε τον αρχαίο άνθρωπο στην αέναη χρονική του πορεία, σχεδόν στην ίδια ανθρωπολογική του μορφή και κοινωνική έκφραση:
«Προξενεί κατάπληξιν το γεγονός ότι μέσα εις την γενικήν αλλοίωσιν, ήν υπέστη εκ της μετά των διαφόρων κατακτητών επιμειξίας αυτού ο κρητικός λαός, εις απόκεντρα και απομεμακρυσμένα ιδία μέρη της νήσου, εις τας κορυφάς των απροσίτων ορέων του, ως εις νησίδας εν μέση θαλάσση, ο προσεκτικός παρατηρητής, δύναται ν’ανεύρη ήθη και έθιμα και δοξασίας, λέξεις και φράσεις αντικείμενα καθημερινής χρήσεως
και τύπους ανθρωπολογικούς, αποτελούντας θαυμαστάς επιβιώσεις εκείνων των παναρχαίων κατοίκων της νήσου, ούς ο Πανδαμάτωρ χρόνος δεν ίσχυσε να εξαλείψη» (Γ.Α. Σήφακα: «Η υπό των Αράβων κατάκτησις της Κρήτης», σελ. 55).

Στις ορεινές περιοχές των Χανίων και Ρεθύμνου χιλιάδες χρόνια τώρα διατηρείται σαν ιερή φλόγα, ό,τι από την προϊστορική εποχή φυλάχτηκε για να θρέψει και ν’ αναστήσει την ελληνική φυλή.
Μέσα στα απρόσιτα βουνά και τα φαράγγια έσμιξαν και στοίχειωσαν δυό παμπάλαιες ράτσες σε πείσμα της αιώνιας φθοράς κι έμειναν ζωντανές κι ακατάλυτες, σφριγηλές και παρθενικές μέσα στις φοβερές θύελλες της ιστορίας μας.
Κανένας κατακτητής δεν μπόρεσε να δαμάσει το φρόνημα ή ν’ αλλοιώσει το χαρακτήρα του λαού αυτού, που χιλιάδες τώρα χρόνια εμπιστεύτηκε την άγριά του φύση στη δυσπρόσιτη και τραχειά τούτη ελληνική εσχατιά.
Αλησμόνητες θα μου μείνουν οι επικές στιγμές της κατοχής, όπου οι ηρωϊκοί αυτοί άνθρωποι αντιμετώπισαν στήθος με στήθος τους σιδηρόφρακτους δαίμονες που έπεσαν από τον ουρανό. Και ήταν πραγματικό θάμπωμα του νου να βλέπει κανένας αγόρια και κορίτσια 12 με 15 χρονών ν’ αναρριχούνται στις μαδάρες με τα τεράστια «σακκούλια» με το απίθανο για την ηλικία τους βάρος.

Τα ίδια ατσαλένια κορμιά περνοδιάβαιναν αιώνια τ’απάτητα βουνά μέσα στις ατέλειωτες μπόρες της ιστορίας, καρτερόψυχα και γεροδεμένα ακολουθώντας πιστά τους νόμους και τις συνήθειες που χάραξαν βαθειά στη συνείδησή τους οι πανάρχαιοι πρόγονοί τους:
«Προς δε το μη δειλίαν αλλ’ανδρείαν κρατείν εκ παίδων όπλοις και πόνοις συντρέφειν, ώστε καταφρονείν καύματος και ψύχους και τραχείας οδού και ανάντους και πληγών των εν γυμνασίοις και μάχαις ταις κατά σύνταγμα, ασκείν δε και τοξική και ενοπλίω ορχήσει, ήν καταδείξαι Κουρήτα πρώτον, ύστερον δε συντάξαντα την κληθείσαν απ’αυτού πυρρίχην, ώστε μηδέ την παιδιάν άμοιρον είναι των προς πόλεμον χρησίμων» (Στράβωνος: «Γεωγραφικά», Ι, 16).
Πολύ μακρινή εποχή, θα έλεγε κανένας, πέρα απ’ τη σημερινή πραγματικότητα.
Να όμως, που, αν τύχει και βρεθεί κανένα ξέφωτο από την ομίχλη της ιστορίας, προβαίνουν πάλι οι ίδιες ρωμαλέες μορφές, που γίνονται πιο γιγάντιες στο σκοτάδι της μαύρης σκλαβιάς.

Αυτή την εικόνα μας δίδει ο Ενετός προβλεπτής Benetto Moro για τους Σφακιανούς του 1584:
«…γιατί υπερέχουν από όλους τους άλλους κατοίκους εκείνων των διαμερισμάτων, όχι μόνο γιατί είναι αρρενωποί στην όψη, ικανοί και ευκίνητοι, με σώματα στεγνά, ρωμαλέα και αγέρωχα, τολμηροί και ευγενικοί στους τρόπους, μα, αυτό που ενδιαφέρει περισσότερο, γιατί έχουν οξύτητα πνεύματος, ψυχικό μεγαλείο και άφθαστη ικανότητα για να χειρίζονται τα όπλα, τόσο το τόξο, όσο και το αρκομπούζιο, όπου είναι εξαιρετικοί, γιατί, τέλος είναι, δίχως αμφιβολία, οι πιο τολμηροί, οι πιο ανδρείοι και οι πιο γενναίοι άντρες που υπάρχουν στο βασίλειο». (Σπανάκη Στεργίου: «Μνημεία της Κρητικής Ιστορίας», Relatione dell’ ill mo S Benetto Morro)

Είναι πολύ χαρακτηριστικά εξάλλου τα λόγια ενός από τους ξένους, του Hoeck που μίλησε τόσο πειστικά για το χαρακτήρα του λαού μας και που αδίστακτα παραδέχεται ότι οι Σφακιανοί και γενικά οι σημερινοί «ριζίτες» των ορεινών περιοχών του νομού Χανίων και Ρεθύμνου είναι Δωριείς:
«Οικούσιν νύν οι Σφακιανοί απόγονοι των πάλαι Δωριέων», και πιο κάτω σ’ ένα γενικό χαρακτηρισμό:
«Οι ορεσίβιοι ούτοι λαοί διέσωσαν την εν βίω δωρική δίαιταν ανεξάρτητοι αεί από των κατά καιρούς της νήσου κατακτητών διατελέσαντες αυτόνομοι».
Όλες οι ιστορικές πηγές παρουσιάζουν τις ρίζες κάστρο αδούλωτο της περήφανης αυτής φύτρας που στεριώθηκε στ’ απρόσιτα και φρικτά τούτα βράχια κι έγινε ένα μ’ αυτά.
Από τη φουρτουνιασμένη θάλασσα που αντικυλά αιώνια στις απότομες πτυχές μιάς κοσμογονικής αναταραχής, ως τις χιονισμένες κορυφές που αγγίζουν τον ανήσυχο Δία, η ζωή αναδεύει κι ορθώνεται σαν αιώνια συμπληγάδα που αποκρούει το πέρασμα κάθε απόκοτου τολμητή.

Μέσα στις απόμακρες τούτες επάλξεις της ελληνικής γής, λησμονημένος από την αιώνια φθορά κι αλλαγή, αντιστέκεται ως τα σήμερα, ο Σφακιανός, ακατάβλητος Τάλως της φυλετικής μας αιωνιότητας.
Κι ακούς να διαβαίνουν, σαν αερικά απόκοσμα, ιαχές, βόγγοι, φωνές ακατάληπτες και στεναγμοί, μέσα απ’ τις βαρυόμοιρες πόρτες της Σαμαριάς, για να σμίξουν ανάλαφρα με τις πένθιμες φάλαγγες των σκιών του Φραγκοκάστελου.

Μιας ιστορίας του τόπου, που έγινε θρύλος ηρωισμού και θα βρείτε ανάγλυφα διατυπωμένη ΕΔΩ

Όταν κανένας περάσει από τα μέρη εκείνα αισθάνεται ένα ανεξήγητο ρίγος, όλα σαν να λένε την ίδια ιστορία. 
Εδώ θα συναντήσει κανένας «άνδρας πελωρίους το ανάστημα» (Κ. Κριτοβουλίδη «Απομνημονεύματα του πολέμου των Κρητών» σελ. 424 κ.ε.)
και θα θαυμάσει ίδιο κι απαράλλακτο τον κριοφόρο Ερμή στη ζωντανή μορφή του σημερινού βοσκού, τον οξυγένειο πολεμιστή των αρχαϊκών αγγείων στο γιγαντόσωμο σφηνογένη των Σφακιών, τη μεγαλόπρεπη κι επιβλητική τέλος μορφή του πατέρα των θεών, στις βιβλικές μορφές των γερόντων μας.
Σε κανένα άλλο μέρος του κόσμου δε διατηρήθηκε η παράδοση με τόσο σεβασμό και στοργή. Τίποτα δεν άλλαξε στην ουσία του, και θάταν παράδοξο σ’ έναν κόσμο που διατήρησε ατόφια χιλιάδες χρόνια τώρα τα ήθη, τα έθιμα, τη γλώσσα, την ανθρωπολογική μορφή, το φρόνημα, την εθνική συνείδηση, το τραγούδι του να είναι
ξένο προς την ιδιοσυγκρασία και την παράδοση, ξεκάρφωτο κι απροσάρμοστο δημιούργημα ολίγων εκατονταετηρίδων της τελευταίας περιόδου.
Το ριζίτικο τραγούδι είναι ο ήχος της βαριάς και πολύπαθης ιστορίας μας, κανένας δεν θα μπορέσει να το ερμηνέψει αν δεν σκύψει ν’ αφουγκρασθεί την ίδια την ιστορία μας από τα βάθη των αιώνων, που αντιβοά αρμονικά στις σημερινές ζωντανές φλέβες.

Χαρακτήρας και τεχνική του Ριζίτικου τραγουδιού
Σύλλογος ριζιτών "Κρητικές Μαδάρες
Ένα σημαντικό στοιχείο στην ιστορική σύγκριση του αρχαίου δωρικού τραγουδιού και του σημερινού είναι ότι και τα δύο, ως επί το πλείστον, έχουν πολεμικό χαρακτήρα.
Για το λόγο αυτό το σημερινό, όπως και το παλιό, τραγουδιέται μόνο από άντρες, που ακολουθούν ορισμένη τάξη στην εκτέλεσή του στη γενική πορεία του γλεντιού.
Σοβαρότητα άκρα, σεβασμός και τιμητική διάκριση στους γέροντες είναι τα χαρακτηριστικά του ριζίτικου, που δίνει στο γλέντι τόνο βαρύ και μεγαλόπρεπο, που θυμίζει την σοβαρή κι αντρίκια δωρική ατμόσφαιρα.
Και είναι τόσο μεγάλη η επιβολή του τραγουδιού αυτού, που, όταν καμιά φορά οι συμποσιαστές στο ξεφάντωμά τους απάνω, ξεκλίνουν κάπως από την καθιερωμένη σοβαρότητα, ένα ριζίτικο τραγούδι τους ξαναφέρνει στην παλιά πατροπαράδοτη τάξη.
Τούτο γίνεται πολλές φορές, ύστερα από ένα τραγούδι, ιδίως όταν αρχίζει «μονομαχία» με μαντινάδες γνωστές ή αυτοσχέδιες, που θυμίζουν τα πανάρχαια εκείνα σχόλια του Υβρίου ή τα βουκολικά σχεδιάσματα των ορεσίβιων βοσκών.

Όπου κυριαρχεί το ριζίτικο, οι γλεντοκόποι βρίσκονται σε τέτοια έξαρση συμποσιακή, που δεν επιδέχονται καμιά άλλη διατάραξη και ομιλία, που ξεφεύγει από το κλίμα του κοινού τούτου αρχαϊκού ενθουσιασμού (Ι. Συκουτρή : «Πλάτωνος Συμπόσιον» σελ. 37).
Επιβλητική ησυχία και σοβαρότητα επικρατεί την ώρα που ο γέρο ασπρομάλλης της παρέας με βαριά φωνή κάνει την αρχή του τραγουδιού.

Τότε όσοι μπορούν να τραγουδούν χωρίζονται σε δυο χορούς.
Ο πρώτος χορός τραγουδά μια στροφή και την επαναλαμβάνει ο δεύτερος, που συνήθως τον αποτελούν οι νεώτεροι της παρέας.
 Στη δεύτερη και τρίτη –όσο προχωρούν οι καινούργιες στροφές- ο τόνος της φωνής συνήθως αλλάζει από το βαρύ στον πιο δυνατό και οξύ σε σημείο που η έντασή του ν’ ανεβαίνει διαρκώς.
Καμιά φορά στην έξαρση του τραγουδιού οι χοροί παίρνουν μεγαλύτερες διαστάσεις από τους νέους γλεντοκόπους που έρχονται να πάρουν μέρος στο πλατύ κι ενθουσιαστικό τούτο ξάναμμα.
Έτσι σιγά-σιγά φτάνουν σε μια ανταγωνιστική άμιλλα οι δυό ομάδες, που οδηγεί σε μια υπέροχη ανάπτυξη τόνων και μια δυνατή μουσική επιβολή.
Και είναι πραγματικά μεγάλο προτέρημα στον τραγουδιστή, το να μπορεί να επιβληθεί όχι τόσο με την τέχνη και το χρώμα της μελωδίας, όσο και με τη δύναμη και την επιβλητικότητα της φωνής.

Ο τρόπος αυτός του τραγουδιού, δεν είναι άσχετος με τους αρχαϊκούς κανόνες της Κρητικής και Δωρικής μουσικής, που στα «Γεωγραφικά» (Ι, 16) αναφέρει αρκετά καθαρά ο Στράβων
«ως δ’ αύτως και τοις ρυθμοίς Κρητικοίς χρήσθαι κατά τας ω δ ά ς σ υ ν τ ο ν ω τ ά τ ο ι ς ο ύ σ ι ν ούς Θάλητα ανευρείν, ώ και τους παιάνας και τας άλλας τας επιχωρίους ωδάς ανατιθέασι και πολλά των νομίμων».
Η εκτέλεση του ριζίτικου μοιάζει με ιεροτελεστία.
Όταν μέσα στο διονυσιακό σάλο και τον εύθυμο τόνο του γλεντιού ακουστεί η βαριά κι αντρίκια φωνή του πρώτου τραγουδιστή, κάθε συμποσιακή εκδήλωση σταματά μέσα σ’ ένα δυνατό και κοινό ψυχικό σκίρτημα. Όλων τότε τα μάτια στρέφονται σ’ αυτόν που έκαμε την αρχή.
Οι πιο κοντινοί συνδαιτυμονες αυτόματα τον πλαισιώνουν και σχηματίζουν τον πρώτο χορό, ενώ οι άλλοι ετοιμάχονται αμίλητοι και σοβαροί με τη σεμνότητα και την προσμονή, που χαρακτηρίζει κάθε ευγενική αναμέτρηση.
Ο κάθε τραγουδιστής ξέρει από την πρώτη στιγμή, ότι εδώ δεν πρόκειται να προσφέρει στο σύνολο την τερπνή κι ανάλαφρη ευωχία σαν εκείνη του παλιού Ίωνα «ειλαπιναστού», μα την τραχειά έξαρση και άκρατη μυσταγωγία που βγαίνει από τον πατροπαράδοτο κληρονομικό ενθουσιασμό και το αντρίστικο φιλότιμο να δοκιμάσει την αντοχή και την τέχνη του μέσα στους δυνατούς κι ασυγκράτητους δωρικούς τόνους του συνόλου.

Πολύ χαρακτηριστικά μας περιγράφει το πολυήμερο τυπικό του σφακιανού γάμου καθώς και τη εκτέλεση του ριζίτικου τραγουδιού, ο Γ. Παπαδοπετράκης στο βιβλίο του «Ιστορία των Σφακίων» (Μέρος Α΄ Κεφ. Η΄) τον καιρό που το Κρητικό γλέντι είχε ακόμα πιο έντονο χρώμα:
«Αφού φάγωσι μεν μετρίως, πίωσι δ’ικανώς, όπερ ούκ έστιν εντροπή, άρχεται είς εξ όλων του τραγουδίου και σύν αυτώ πάντες οι εκ της αυτής πλευράς της τραπέζης με ακριβή αρμονίαν της τε φωνής και του ύφους. Οι δε προς την αντίθετον θέσιν καθήμενοι παύουσι μεν και αυτοί του τρώγειν, ακούουσι δε μετά προσοχής των πρώτων. Αφ’ού δε καταλήξωσιν εκείνοι εις την πρώτην στάσιν, άρχονται ταύτης οι δεύτεροι, ελθόντων δεν και τούτων εις το τέρμα, άρχονται οι πρώτοι της δευτέρας και ούτω καθεξής έως τρεις στάσεις, ως εξής:

Α΄. «Τρία βουνά μαλώνουσι κ’είνιε να σκοτωθούσι
Το Κέντρος και το Σφακιανό,

Β΄. «Το Κέντρος και το Σφακιανό, τάλλον ο Ψηλορείτης,
Μα μήνυσε το Σφακιανό,

Γ΄. «Μά μήνυσε το Σφακιανό των αλλωνώ Μαδάρω,
Σταθήτε σεις τάλλα βουνά…»

Ούτω επαναλαμβάνονται τα τραγούδια ταύτα, της τάβλας λεγόμενα, με τας βροντώδεις και ανδροπρεπείς φωνάς των Λευκωρειτών, ών το ύφος και ο ρυθμός ανάγεται εις αποτάτους αιώνας».

Ο Πλάτων μας λέει ότι «ού σφόδρα χρώμεθα οι Κρήτες τοις ξενικοίς ποιήμασιν» (Νόμοι  Γ, Ε, 680)
Πραγματικά, ο Κρητικός, όπου κι αν βρίσκεται, κι όσα χρόνια κι αν λείπει από την πατρίδα, δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στο ξένο μουσικό αίσθημα και νιώθει βαθειά συγκίνηση κι ανεξήγητο ρίγος, μόνο όταν ακούει τις νοσταλγικές «κοντυλιές» της λύρας συνταιριασμένες με τ’ αγέρωχα ριζίτικα, που κεντρίζουν τις πιο ευαίσθητες χορδές της καρδιάς του.

Στα επίσημα γλέντια, στους γάμους και τα ξεφαντώματα, το ριζίτικο εκφράζει όλο το κύρος και την ανθρωπιά των αιώνιων θεσμών της πατρίδας μας που, όπως λέγει ο Σοφοκλής, «αείποτε ζή ταύτα, κ’ουδείς οίδεν εξ ότου ‘φάνη».

Τα εφήμερα τραγούδια του συρμού καμμιά φορά τραγουδιούνται από τους νέους μα δεν μένουν, είναι ξένα προς το μουσικό αίσθημα, την αρχοντιά και τη λακωνική σοβαρότητα των ανθρώπων του τόπου.

Στ’ αρχοντικά τραπέζια που μοιάζουν με τα ομηρικά συμπόσια, μέσα στη βοή και την κίνηση των ετοιμασιών, την αταξία και τις ομιλίες των εύθυμων συντροφιών, ακούγεται ο βαρύς και σοβαρός τόνος του τραγουδιού που προτρέπει:

Αφήστε της τσ’ αθιβολές και τσί πολλές κουβέντες (1)
Πέτε τραγούδι του σκαμνιού την τάβλα να πρεπίση,
Γιατί κι η τάβλα θέλει το κι οι γι άντρες πεθυμούντο
Κι ο νοικοκύρης του σπιθιού κρυφό καμάρι τόχει.

(1) Άλλες παραλλαγές έχουν τη φράση «και τα ροζοναμέντα», που σημαίνει το ίδιο.

Δε χωρεί αμφιβολία ότι το τραγούδι αυτό εκφράζει σε ιστορική συνέχεια τα αισθήματα μιάς πανάρχαιης φυλετικής κοινωνίας, που ο επικός χαρακτήρας της αποκρυσταλλώθηκε στα πιο αυστηρά και πειθαρχημένα όρια της Κρητικής και Σπαρτιατικής κοινωνίας.
Ωστόσο, καμμιά ιστορική αλλαγή δεν μπόρεσε να διασαλέψει και να δυαλύσει το ακέρειο σχήμα των γενών και την ανυπότακτη ομαδικότητα της φυλής, που κράτησε πολυάριθμους αιώνες ακατάλυτη τη μορφή της αρχαϊκής αυτής κοινωνίας.
Και δεν είναι λίγα τα τραγούδια που αναφέρονται στις μεγάλες οικογένειες που κρατούν και ορίζουν τα Σφακιά κατά το σύστημα των πανάρχαιων πατριών:

Δασκαλιανοί στον Πατσιανό και Παττακοί στη Νίμπρο
Οι Βλάχοι στην Ανώπολη και οι Μωριανοί στ’ Ασκύφου
Στ’Ασφέντου οι Δεληγιάννηδες και στα Σφακιά οι Στρατηγοί
Ελάτε στον Ομπρόσγυαλλο…

Ουσιαστικά λοιπόν το κοινωνικό σχήμα στην περιοχή των Λευκών Ορέων, έμεινε ακίνητο από την αρχαιότατη εποχή ως τα σήμερα.

Φαίνεται λοιπόν πως πριν από τη λυρική ποίηση δε γινόταν μελοποίηση των ποιημάτων, μά το αντίθετο, τραγουδοποίηση του μέλους.
Δεν τονιζόταν δηλαδή το ποίημα ανάλογα με το περιεχόμενο, αλλά εντασσόταν ανάλογα με τη μορφή του σε κάποια ορισμένη μελωδία.
Οι μελωδίες ασκούσαν τεράστια επιβολή στην ψυχή των ανθρώπων και ήσαν αυστηρά καθορισμένες, όπως ακριβώς συμβαίνει στη βυζαντινή μουσική με τους ήχους.
Το διδακτικό έπος, οι ύμνοι και γενικά η επική ποίηση προσαρμοζόταν σε ορισμένες μουσικές μελωδίες που κρατιώταν από την παράδοση ανώνυμα, όπως στην ποίηση το δημοτικό τραγούδι. Στα χρόνια του Ομήρου, που το έπος είχε φτάσει στην τελειότητα της μορφής με τα αθάνατα έπη του, η ωδή έχει ατονίσει πλησιάζοντας τη φυσική μουσικότητα των φωνηέντων που εκφραζόταν μετρικά στην προσωδία.
Για το λόγο αυτό ο ομηρικός αοιδός ήταν αφηγητής, «ερίηρος αοιδός», που φρόντιζε ν’ ανυψώσει και να τονίσει το νόημα με το δακτυλικό μέτρο που αρμοζόταν σ’ ένα γρήγορο μουσικό ρυθμό αρκετά πρόσφορο για μια εκτεταμένη διήγηση, όπως γίνεται περίπου και τώρα από τους τραγουδιστές του Ερωτόκριτου («Η λογοτεχνία στην υποκειμενική και αντικειμενική θεώρησή της» Ν. Καβρουλάκη, σελ. 69 κ.ε.).

Ο Πλάτων σ’όλο σχεδόν το Γ΄ Βιβλίο της Πολιτείας του δε διατυπώνει μόνο τις φιλοσοφικές του θέσεις πάνω στο πρόβλημα της μουσικής αγωγής, μα εκφράζει και την απέχθεια και τη δυσφορία του για τις μαλακές και φιλήδονες αρμονίες της μειξολυδικής, της Ιωνικής και της συντονολυδικής κλίμακας, που είναι, όπως λέγει, ανάρμοστες στο χαρακτήρα ανδρών εναρέτων και πολεμικών (Πλάτωνος Πολιτεία. Βιβλ. Γ, Χ 399).

Σαν δογματικός φιλόσοφος που ήταν ο Πλάτων δίδει προτεραιότητα στο περιεχόμενο, που κατά τη γνώμη του πρέπει η μουσική και το μέτρο να ακολουθούν.
Στην προσπάθειά του όμως να προσανατολίσει την αναρχία του μουσικού λυρισμού της εποχής του, πάνω στις σταθερές βάσεις της δωρικής παράδοσης, ακολουθεί καθαρά ορθολογιστικό δρόμο, που φτάνει στην αντίθετη θέση της αρχαϊκής τάξης, όπου το περιεχόμενο ακολουθούσε ορισμένες μελωδίες και ρυθμούς.
Πάντοτε η μουσική στάθηκε το πρωταρχικό στοιχείο της ποίησης. Η ρυθμοποίηση των ήχων έφερε στη ρυθμική απόδοση του λόγου και την ποιητική έκφραση. Ο συναισθηματικός κόσμος του ανθρώπου εκφράστηκε στην αρχή με μουσικούς τόνους και κινήσεις του χορού που είχαν διθυραμβικό χαρακτήρα.
Δεν είχε ανάγκη ο αρχαϊκός άνθρωπος της έντεχνης ποίησης, που προϋποθέτει υψηλές λογικές σχέσεις, προτιμούσε τις λέξεις μόνο που ανταποκρίνονταν καλύτερα στους πηγαίους τόνους μιάς βαθύτερης αίσθησης.
Η ποίηση της ψυχής εκφραζόταν κι εκφράζεται με την μουσική και την κίνηση του χορού, η ποίηση του νου με την αρμονία και τη ροή του έντεχνου λόγου.
Ο Όμηρος ήταν ο μεγάλος ποιητής και μύστης της ανθρώπινης καρδιάς, ο Πλάτωνας ο αξεπέραστος ιερουργός της διαλεκτικής της νόησης.
Την ιστορική σύζευξη μέλους και λόγου με την τάξη και την ακολουθία που αναφέραμε στα προηγούμενα, διακρίνει ο Αριστοτέλης στα «Προβλήματά» του αρκετά χαρακτηριστικά:
«…καθάπερ ούν και τα ρήματα, και τα μέλη τη μιμήσει ηκολούθει αεί έτερα γινόμενα, μ ά λ λ ο ν γ α ρ τ ω μ έ λ ε ι α ν ά γ κ η μ ι μ ε ί σ θ α ι ή τ ο ι ς ρ ή μ α σ ι». (Προβλ. Όσα περί αρμονίαν).

Έτσι στη σοβαρή κι αντρίκεια μουσική αρμοζόταν το νόημα που ακολουθούσε αναλόγους με το περιεχόμενο τόνους
Χαρακτηριστικοί οι στίχοι του Πινδάρου:
Η μούσα ευμενής παραστάτις μου υπήρξεν
Ότε νέον και λαμπρόν εύρον τρόπον
Εις Δωρίαν αρμονίαν να προσαρμόσω άσμα
Αίγλην εις ταύτην ταρέχον την εορτήν.
(Επίνικοι: Εις Θήρωνα Ακραγαντίνον, στρ, α΄, Μετάφ. Θ. Βορέα)

Το ίδιο πράγμα μπορεί να πεί κανένας συμβαίνει με τα ριζίτικα τραγούδια: ακολουθούν πάντοτε ορισμένο σκοπό, που γίνεται η αμετάθετη κοίτη, για να δεχτεί την ποίηση που αναφέρεται σε κάθε εποχή και γεγονός.
Πρωταρχικό ρόλο επομένως παίζει η μελωδία ή ο σκοπός, όπως λέμε σήμερα, που ακολουθεί την προαιώνια τάξη που όρισε η μουσική στον έναρθρο λόγο. Και δε χωρεί αμφιβολία πως ο άνθρωπος πρώτα τραγούδησε και ύστερα μίλησε.
Στη διαιώνιση του βασικού πυρήνα ενός τραγουδιού, στη διαχρονική του πορεία σταθερό πάντοτε σημείο στέκεται η μουσική και, φυσικά, οι πρώτες λέξεις του στίχου, που ορίζουν τη μελωδία.
Και φαίνεται πως όσο περισσότερο συγκινούσε μια μελωδία το λαϊκό αίσθημα, τόσο παράμενε πιο πολύ στο χρόνο σε πολυάριθμες παραλλαγές που είχαν τον ίδιο σκοπό και άρχιζαν σχεδόν το ίδιο.

Ο Ι. Παπαγρηγοράκης στην πολύτιμη συλλογή του «τα Κρητικά Ριζίτικα τραγούδια» χώρισε τα τραγούδια αυτά σε 32 βασικές ομάδες που κάθε μια απ’αυτές ακολουθεί και ένα σκοπό.
Μ’αυτόν τον τρόπο έχουμε 32 βασικούς σκοπούς, που πάνω σ’αυτούς κινούνται όλα σχεδόν τα ριζίτικα, και μόνο 31 τραγούδια παραμένουν αδέσποτα με δική τους μελωδία το καθ’ ένα χωριστά.

Η ποικιλία των ρυθμών, που χαρακτηρίζει το ριζίτικο τραγούδι, ανταποκρίνεται στις ιστορικές διακυμάνσεις, που στάθηκαν οι κύριοι συντελεστές στο να δώσουν χρώμα ανάλογα με τον τόπο και το χρόνο, μα που δεν μπόρεσαν ωστόσο να αλλοιώσουν την αρχική μελωδική γραμμή, πού όριζαν οι κανόνες της δωρικής μουσικής.
Συγκρίνοντας κανένας τις πληροφορίες που έχουμε για την αρχαία δωρική και την κριτική μουσική, με τη σημερινή γενική έκφραση των ριζίτικων τραγουδιών, φτάνει αναντίρρητα σ’ ένα κοινό διαχρονικό ορισμό, όπως περίπου τον διατύπωσε ο Αθηναίος:
«Η μέν ούν Δώριος αρμονία το ανδρώδες εμφαίνει και το μεγαλοπρεπές και ού διακεχυμένον ουδ’ ιλαρόν, αλλά σκυθρωπόν και σφοδρόν, ούτε δε ποικίλον ούτε πολύτροπον» (Δειπνοσοφισταί: ΙΔ, 19).

Μια ιδέα της αρχαίας εναρμόνισης στίχου και μουσικής μπορούμε να πάρουμε από τη σημερινή ανάγνωση του Ευαγγελίου, την απαγγελία του Ερωτοκρίτου και τις κρητικές μαντινάδες που αποδίδονται με τις θαυμάσιες «κοντυλιές».
Οι σημερινές κοντυλιές πραγματικά είναι «κάτι μεταξύ μελωδίας και στίχου, κάτι μεταξύ μουσικού μέτρου και ποιητικής στιχουργικής».
Στην κρητική στιχουργία διατηρούνται σε πολλά σημεία τα αρχαία χαρακτηριστικά της προσωδίας και του μουσικού μέτρου. Στα τραγούδια των Σφακιών και του Ψηλορείτη διατηρείται ακόμα ο πεντάσημος παιωνικός πόδας (- υ - ) και η προσωδία που εκφράζεται στη μακρόσυρτη προφορά των μακρών φωνηέντων.

Ωστόσο κανένας απ’ όσους έχουν ασχοληθεί με την κρητική μελωδία δεν μπόρεσε να μπεί τόσο βαθειά από τη σημερινή λαϊκή επιφάνεια στο ιστορικό βάθος για να αισθανθεί τους αρχαίους μουσικούς ρυθμούς όσο ο εξαίρετος μουσικοκριτικός και άριστος διανοητής Γ.Ι. Χατζιδάκης. Στο πολύτιμο βιβλίο του «Κρητική μουσική» δίνει μια πλατειά εικόνα ολόκληρης της κρητικής μελωδίας σε όλη της την ιστορική έκταση, στηριζόμενος στις αρχαίες μαρτυρίες και το λεπτό αισθητήριό του.
Δε χωρεί αμφιβολία πως η αποκρυπτογράφηση των αρχαίων μουσικών κειμένων με τα 1620 σημαδόφωνα και τις ποικίλες κλίμακες, είναι έργο σχεδόν ακατόρθωτο σε όλη του την έκταση και ακατανόητο στο σημερινό άνθρωπο.
Από την αρχή κιόλας παραδέχεται πως η σημερινή κρητική μουσική είναι συνέχεια της αρχαίας και της βυζαντινής και δικαιολογεί ιστορικά τις βασικές πανάρχαιες καταβολές, ιδίως του δωρικού και Φρυγικού γένους.
Συμπεραίνει ακόμα «ότι τα κρητικά τραγούδια δεν ομοιάζουν, από μουσικής απόψεως, με τα δημοτικά τραγούδια της Ηπειρωτικής Ελλάδος. Ταύτα παρουσιάζουν έναν όλως ιδιοσύστατον μελωδικόν και ρυθμικόν τύπον».
Σαν μουσικοκριτικός είδε από την αρχή την οργανική σχέση ανάμεσα στην αρχαία προσωδία και τη μουσική απόδοση, που δεν απομακρυνόταν ποτέ από τις βάσεις των ποδών, αλλά ακολουθούσε τη διάτονη μελωδική γραμμή, που συνένωνε το νόημα του στίχου με τη ρυθμική του έκφραση.

Στη σημερινή εποχή είναι δύσκολο να καταλάβουμε τους αρχαίους ρυθμούς, δεν μπορούμε όμως να παραδεχτούμε πως τα τραγούδια είναι ακατάστατα γενικά στη ρυθμική τους αγωγή. Όλη τους η φαινομενική αρρυθμία έγκειται στο ότι ανήκουν στον ε λ ε ύ θ ε ρ ο ρ υ θ μ ι κ ό τ ύ π ο (όπως είναι τα τραγούδια ιδίως της Τάβλας), επειδή δεν είναι χορευτικά. Στην εκτέλεσή τους γενικά κρατιέται από την παράδοση η μελωδική γραμμή, η πιστή όμως απόδοση του ρυθμικού χρόνου ποικίλλει ανάλογα με τον τραγουδιστή, που πολλές φορές εκτείνει ή αλλάσσει το χρόνο από άγνοια ή αδεξιότητα. Αντίθετα τα χορευτικά τραγούδια ανήκουν στον π ε ρ ι ο δ ι κ ό ή χ ο ρ ε υ τ ι κ ό ρ υ θ μ ι κ ό τ ύ π ο και ρυθμίζονται σταθερά απ’την κίνηση του χορού, που παραμένει πάντοτε η ίδια στις βασικές κινητικές διατάξεις.

Η σύγχρονη ποίηση του ριζίτικου τραγουδιού και μετά τη γλωσσική διαμόρφωση πάνω στα σύγχρονα λεκτικά μέτρα, ακολούθησε τους παμπάλαιους σκοπούς, που κινούνται στα όρια των αρχαίων παραδόσεων και μουσικών εκφράσεων.
 Η ποίηση δηλαδή των τραγουδιών αυτών έγινε φορέας των αρχαίων μουσικών τόνων χωρίς να υπάρχει οργανική επαφή μεταξύ του σημερινού ποιητικού και του αρχαϊκού μέλους.
Κι ενώ στο σημερινό ποιητικό αίσθημα η τεχνική ρυθμοποιϊα λ.χ. του ακριτικού «Ο Διγενής ψυχομαχεί», εκφράζεται με ιαμβικό μέτρο, στη μουσική του απόδοση ο ρυθμός ακολουθεί τα αρχαία παιωνικά μέτρα με κυρίαρχο τον κρητικό πόδα σε διπλό τονικό και μουσικό ρυθμό.

Ένας μουσικός του περασμένου αιώνα και ακούραστος μελετητής των λαϊκών παραδόσεων ο Π. Βλαστός, που το έργο του αν και τεράστιο (83 τόμοι) παραμένει ανέκδοτο, διάγνωσε τον αρχαϊκό χαρακτήρα της μουσικής και των τραγουδιών παραθέτοντας με βυζαντινές νότες, όσα αποδίδονται με τους αρχαίους τούτους σκοπούς καλύτερα:
«Αρχαίος σκοπός των ορεινών της Κρήτης κατοίκων, διά του οποίου τραγωδούν εις τους πότους και τας πανηγύρεις, γάμους κ.λ.π. επί της τραπέζης τα άσματα αυτών.
Κρητικά άσματα της τάβλας ηρωϊκά αδώμενα διά του ανωτέρω ήχου (Από τα χειρόγραφα του Π. Βλαστού, τόμος VI σελ. 155-164) (ή σκοπών):

α) Ακούτ’ ήντα παράγγερνε μια φρόνιμη του…
β) Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κ οι βασάρμοι.
γ) Καμάριν είναι τα ωξά, καμάρι είν κ η αίγες.
δ) Ποτέ μου δεν εζήλεψα σ’αμπέλια σε περβόλια.
ε) Αφήστε τσ’αθιβολαίς και τα πολλά τα λόγια.
Στ) Μα’γω θωρώ την τάβλα μας.
ζ) Καϋμός στους νιούς που γεύγουνται κάτω…
η) Ποιόν ήν’τ’άστρο που πρόβαλε που την Ανατολή.
θ) Πότε θα κάμη ξαστεριά…
ι) Αϊδάρετέ με φίλοι μου κ’εσείς οι εδικοί μου.
ια) Των αντρειωμένω τ’άρματα δεν πρέπει…
ιβ) Τρώτε και πίνετ’άρχοντες.
ιγ) Για ιδέτ ήντα παράγγερνε μια φρόνιμη του…
ιδ) Άντρες! Γιατί με διώχνετε, γιατί μ’απολαλείτε.
ιε) Πουλάκια! Κελαηδήξετε σαν ήσθαι μαθημένα.
ιζ) Τον αντρειωμένο μην τον κλαίς.
ιστ) Ήλιε παραπονούμαι σου, γιατί δε βασιλεύγεις.
ιζ) Σ’ένα βουνάκι κάθονται τρεις αδερφοί στρατιώτες.
ιθ) Γιάννη! Γιάντα’σαι αράθυμος.
κ) Έλεγα’γω στη φυλακή δεν κάνω τρεις ημέρες.

Ακολουθούν βυζαντινές νότες, ορίζεται ο ήχος (ΠΔ΄κλπ. Υποδώριον μέλος), και γίνεται κάποια ερμηνεία του τρόπου που αποδίδονται τα τραγούδια αυτά.
Στον ίδιο τόμο και ύστερα από το τραγούδι «Μά’γώ θορώ την τάβλα μας» αναγράφεται η παρατήρηση:
«Αρχαιότατον μέλος των ορεινών Κρητών παγκοίνως γνωστόν αδόμενον εις τας τραπέζας και τας πανηγύρεις αυτών. Άξιον μεγάλης προσοχής υπό των μουσικών των νεοτέρων χρόνων διότι αδόμενον υπό των Κρητών αποδεικνύει το ύφος εκείνο το ηγεμονικόν και μεγαλοπρεπές εκ του οποίου εμφαίνεται ο καθαρότατος υποδώριος ήχος και τα συστατικά του μέλους αυτού».

Προκύπτουν λοιπόν τα πιο κάτω βασικά συμπεράσματα:
1. Η Κρητική γενικά μουσική στηρίζεται σ’ένα αρχαϊκό υπόστρωμα που εκφράζεται μ’ ένα ανάμικτο «ήθος» (μεταξύ «Φρυγίου» και «Λυδίου»), που κυριαρχεί κυρίως στις περίπαθες «κοντυλιές» και τα τραγούδια της Αν. Κρήτης
Και σ’ ένα μεταγενέστερο επικάθισμα που διακρίνεται, για το μεγαλόπρεπο, πολεμικό και αγέρωχο χαρακτήρα του (Δώριον ήθος) και περιορίζεται κυρίως μόνο στα Ριζίτικα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης:
«Τα Ριζίτικα τραγούδια των Δυτικών επαρχιών της νήσου έχουν ύφος επιβλητικόν, ζωηρόν και αυστηρόν ενώ τα τραγούδια της Μέσης και της Ανατολικής Κρήτης χαρακτηρίζει μία ηδυπάθεια και σαφήνεια εκφράσεως και μία τεχνική σύνθεσις, η οποία προσδίδει εις ταύτα πολλάκις όψιν πρωτογενών έργων τέχνης» (Γ. Χατζιδάκη: Κρητική Μουσική Κεφ. Α΄).
2. Τα ριζίτικα τραγούδια έχουν κάποια επίδραση από την αρχαϊκή βάση της πρώτης μελωδικής γραμμής (Φρυγικής-Λυδικής) στην ουσία όμως διατηρήσαν το Δωρικό χαρακτήρα και το πολεμικό ύφος.
3. Τα τραγούδια της Δυτικής Κρήτης τηρούν την αρχαία μουσική παράδοση και το διατονικό και μονωδιακό χαρακτήρα του, διαφέροντας έτσι βασικά από τα δημοτικά τραγούδια της άλλης Ελλάδας:
«Η μεγάλη ποικιλία των χρωματικών και μικτών κλιμάκων που συναντάται εις την δημοτικήν μουσικήν της λοιπής Ελλάδος δεν υπάρχει εις την Κρήτην» (Κρητική Μουσική, Κεφ. Η).
4. Σε πολλές περιπτώσεις τα Ριζίτικα τραγούδια κράτησαν την προσωδιακή ρυθμική έκφραση, διατηρώντας την έκταση του χρόνου στα μακρά φωνήεντα κατά το πρότυπον περίπου της Βυζαντινής μουσικής:
«Ο ρυθμός της Βυζαντινής μουσικής έχει όλως ιδιαίτερον χαρακτήρα. Μεταχειρίζεται τον λεγόμενον τονικόν ρυθμόν, κατά τον οποίον ο τονισμός των λέξεων συμπίπτει πάντοτε με το ισχυρόν μέρος του μουσικού μέτρου και τούτο αποτελεί χαρακτηριστικόν λείψανον της αρχαίας προσωδίας του πεζού λόγου»
(«Κρητική Μουσική», Κεφ. ΙΓ΄).

Οι σημερινοί τόνοι λοιπόν προκύψανε από τους ρυθμικούς μουσικούς που ήταν πάντα και από την εποχή ακόμα της προσωδίας, και όπως πολύ σωστά παραδέχεται ο Γερ. Σπαταλάς, «ο ρυθμικός τόνος υπήρχε πάντα στην Αρχ. Ελληνική στιχουργία, κι από τις τονικές της συνθέσεις δημιουργήθηκε κι η βυζαντινή κι η νεώτερη στιχουργία.

Η ΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΤΡΑΓΟΥΔΙΩΝ

Συνήθως τα ριζίτικα τραγούδια ανάλογα με τον τρόπο της απόδοσής των και την τυπική τάξη που ορίζουν οι συνήθειες, χωρίζονται σε δυό κατηγορίες:
εκείνα που τραγουδιούνται στην «τάβλα» κι αυτά που ψάλλονται στη στράτα.
Τα δεύτερα εκτελούνται με αργό ρυθμό, επειδή πρέπει να καλύψουν, σύμφωνα με την παράδοση, όλο το μάκρος της πορείας της συντροφιάς.
Έτσι μ’ αυτό τον τρόπο μπόρεσαν να διατηρήσουν στο πέρασμα του χρόνου πιο εκτεταμένο και ακέραιο το περιεχόμενο.

                  
Ριζίτικο τση ταύλας. Ηχογράφηση του 1950 στο Κολυμπάρι Κισσάμου.
Τραγουδούν ο Λ.Ντουρουντάκης, ο Γ.Κουτσουρέλης, ο Μαύρος(Νικ.Σαριδάκης) 

Ενώ της τάβλας περιορίστηκαν μόνο στις στροφές σχεδόν που περισώθηκαν από τη μελωδία, που σχεδόν πάντοτε η εθιμοτυπική τάξη τις περιόριζε, για να μπορέσουν οι ξεφαντωτές να πουν περισσότερα κι ο καθένας το δικό του.
Ο χωρισμός όμως αυτός, σύμφωνα με την πιο πάνω βάση, δεν εξυπηρετεί την έρευνα στις ποικίλες εκφράσεις των πολυαρίθμων ιδίων τραγουδιών της τάβλας, που αναφέρονται κατά μήκος σ’ ολόκληρη την ιστορική μας πραγματικότητα.
Πιο σωστή θα’ταν, η διάκρισή τους σύμφωνα με το περιεχόμενο και το μορφολογικό χαρακτήρα τους.
Μ’αυτό τον τρόπο τα τραγούδια αυτά μπορούν να χωριστούν σε τρεις μεγάλες κατηγορίες:
Αυτά που έχουν γενικό περιεχόμενο και επικό χαρακτήρα,
εκείνα που κινούνται σε ορισμένα ιστορικά γεγονότα, και τέλος
τα ερωτικά που είναι και τα πιο ελάχιστα.

ΓΕΝΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ

Φαίνεται πως τα γενικά είναι τα παλαιότερα από τα ριζίτικα τραγούδια κι αναφέρονται στις πιο ζωντανές κι ευαίσθητες εκφράσεις της κρητικής ψυχής.
Η ποίηση εδώ γίνεται φορέας των κοινών αισθημάτων και ο στίχος πρέπει να είναι πλατύς, αβίαστος, τραχύς και νευρώδης για να δεχθεί ολάκερο τον όγκο της έξαρσης της κρητικής λεβεντιάς.
Λακωνικός και απέριττος παίρνει καμμιά φορά πρωτόφαντη ποιητική διόγκωση που καταπλήσσει με τη γρηγοράδα των λεκτικών σχηματισμών του και αιφνιδιάζει σαν απροσδόκητη αστραπή την έκθαμβη σκέψη:

Τρώτε και πίνετ’ άρχοντες κι εγώ θα σας δηγούμαι,
Για ένα νιό που τον είδα’ γω στον κάμπο κι εκυνήγα.
Χωρίς δοξάρι κυνηγά, χωρίς σκουδιά γυρίζει,
Σαν αστραπή είν’το ζάλο του κ’ η χέρα του βελτώνι
Στον πήδο πιάνει το λαγό, στο πέτασμα τ’ αγρίμι,
Παινούν τον χώρες και χωριά και περιχαίρουνταί τον.
Δεν εκυνήγ’ αυτός λαγούς, δεν εκυνήγ’ αγρίμια
Τσή Λευτεριάς τσή Ρήγησσας εγύρευε τον πύργο,
Εκεί λουγοχτενίζεται στα σκοτεινά με τ’ άστρα
Κι εις το φεγγάρι το λαμπρό στολίζει το κορμί τση,
Χαρά στον που θα τήνε βρει και θα φραθεί τα κάλλη.

Ο ανώνυμος ήρωας θαρρείς κι απογυμνώνεται από κάθε βοηθητικό σύνεργο του πολέμου «χωρίς δοξάρι πολεμά…» για να εξαρθεί η φυσική ρώμη και λεβεντιά που φτάνει στα όρια του υπερφυσικού.
Το υπερφυσικό όμως τούτο ξόμπλι δεν είναι ξέμακρο και ξένο από τη λαϊκή φαντασία, διαπλάθεται, ζει και θεριεύει από τον ακατάλυτο πόθο για τη λευτεριά και τη βαθειά και πλέρια αντίληψη της παλληκαριάς. Για τούτο ο ανώνυμος ήρωας γίνεται σύμβολο λαμπρό του λαϊκού πολεμάρχου και κινείται άνετα και φυσιολογικά στην πλατειά συνείδηση του συνόλου:
«παινούν τον χώρες και χωριά και περιχαίρουνταί τον».

Μια άλλη εκδοχή του τραγουδιού, η πιο διαδεδομένη, είναι η παρακάτω

Τρώτε και πίνετ’, άρχοντες, κι εγώ να σας δηγούμαι
κι εγώ να σάσε δηγηθώ για έναν αντρωμένο,
για ένα νιον τον είδα ’γώ στσι κάμπους κι εκυνήγα.
Κυνήγα κι ελαγώνευγεν ο νιος κι αγριμολόγα.
Στο γλάκιο πιάν’ ο νιος λαγό, στον πήδο πιάν’ αγρίμι,
την πέρδικα την πλουμιστή οπίσω την αφήνει.
Μ’ ο Χάροντας επέρασε κι ήτονε μανισμένος:
Έβγαλε, νιε, τα ρούχα σου και θέσε τ’ άρματά σου,
δέσε τα χέρια σου σταυρό, να πάρω την ψυχή σου.
Δε βγάνω ’γώ τα ρούχα μου, μηδέ και τ’άρματά μου
μηδέ τα χέρια μου σταυρό, να πάρεις την ψυχή μου.
Μ’άντρας εσύ, άντρας κι εγώ κι οι δυο καλά αντρωμένοι
κι άιντε  να πά’ παλέψομε στο σιδερόν αλώνι,
να μη ραϊσουν τα βουνά και να χαλάσ’ η χώρα...
(Γιάνναρης 142-43. 142)

Πρόκειται για την πιο διαδεδομένη εκδοχή αυτού του θέματος· παραλλαγές του σώζονται απ’ όλες τις ελληνικές περιοχές όπου καλλιεργείται το ακριτικό τραγούδι. Με αφετηρία το θέμα Αντρειωμένος – Χάρος και με διαδοχικές προσαρμογές στις εκάστοτε πολιτισμικές συνθήκες, σχηματίζουν μια ιδιαίτερη θεματική παράδοση, που η ακολουθία της διακρίνεται στη διαδοχή των πρωταγωνιστών: Διγενής – Χάρος, Νιος [Ομορφονιός] – Χάρος, Χήρας υγιός – Χάρος, Κυνηγός – Χάρος, Στραθιώτης[Οδοιπόρος] – Χάρος, Λεβέντης – Χάρος, Βοσκός – Χάρος. 
Στην εκδοχή αυτή, όπου η αναμέτρηση με το θάνατο παίρνει το σχήμα της ηρωικής σύγκρουσης, αποκρυσταλλώνεται στην πληρέστερη εκδοχή της η ελληνική λαϊκή μυθολογία για τη ζωή και το θάνατο. «Κλειδί» για την κατανόηση και ερμηνεία αυτής της μυθολογίας είναι ορισμένες συναρτήσεις, που ασκούν σημασιοδοτική λειτουργία.

                           
Στον εκλεκτό και περήφανο τούτο κοινό «τους άρχοντες» προβάλλεται ο ήρωας, μέσα σ’ένα διάφανο αλληγορικό φόντο, επικά, σε μια οθόνη που μας αφήνει να βλέπουμε μόνο οτι μας παρουσιάζει ο αφηγητής και όχι ό,τι από τον ίδιο μπορούμε ν’ακούσουμε.

Μ’αυτό τον τρόπο το υπερβολικό παίρνει τα όρια του φυσικού στη συνείδηση του απρόσωπου συνόλου και ξεφεύγει από τις τερατώδικες και αφύσικες κομπορρημοσύνες του μεσαιωνικού ήρωα. Πόσο πραγματικά μειωμένα στη χάρη και αφύσικα στην έκφραση παρουσιάζονται από τον ίδιο το Διγενή τα λόγια του μπροστά στον απελάτη Φιλόπαππο:

Απηλογάτ’ ο Διγενής, λέγει, «εις την ψυχήν μου
Όταν μικρό παιδί’ μουνε τά καμνα με τιμή μου.
Τρείς φορές εις τ’ ανήφορο τον λαγόν έπιασάν τον
Και άλλες πάλιν τρεις φορές απίσω γύρισά τον
Και πέρδικα πετάμενη άπλωνα, κι έπιανά την
Το χέρι μου και ύστερα εγώ εμέρωνά την.
Λιοντάρια όσα σκότωσα αδυνατώ να λέγω,
Ξεύρε’ ς τα όσα λέγω σου το πώς ουδέν σε ψέγω».

Αντίθετα πόσο μεγαλόπρεπο και εκφραστικό γίνεται το τραγούδι τούτο του Διγενή, όταν παραδίδεται στην κοινή συγκίνηση και αίσθηση από το στόμα της ανώνυμης λαϊκής ψυχής:

Ο Διγενής ψυχομαχεί, κ’ η γής τόνε τρομάσσει
Βροντά κι αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος
Κι ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
Κι η πλάκα τον ανατριχιά πώς θα τόνε σκεπάση.
Πώς θα σκεπάση τον αητό, της γής τον αντρειωμένο!
Σπίτι δεν τον εσκέπαζε, σπήλιο δεν τον εχώρει,
Τα όρη εδιασκέλιζε, βουνού κορφές επήδα
Χαράκι αμαδολόγανε και ριζιμιά ξεκούνιε.
Στο βίτσισμά πιανε πουλιά, στο πέταμα γεράκια,
Στο γλόκιο και στο πήδημα τα λάφια και τ’ αγρίμια.
Ζηλεύγει ο χάρος με χωσιά, μακρά τόνε βιγλίζει
Κι ελάβωσέ του την καρδιά και την ψυχήν του πήρε.

Η παρουσίαση του Διγενή γίνεται με τρόπο εκπληκτικό από το ίδιο το φοβερό πάθος του «απάνω» και του «κάτω» κόσμου, ύστερα ακολουθεί η προσωπική περιγραφή του ήρωα, που δικαιώνει τον κοσμοχαλασμό τούτο.
Οι δυό όμως αυτές προβολές, που περιγράφονται με θαυμάσιο τρόπο, πετυχαίνουν απόλυτα την υπερφυσική έκταση του ανθρώπινου στο τιτανικό, χωρίς να γίνεται ανυπόφορο κι αφύσικο. Τούτο φυσικά συμβαίνει γιατί στη συνείδηση του λαού ο Διγενής είναι σύμβολο με υπερφυσικό σχήμα, δεν είναι πιά άνθρωπος στα γνώριμα μέτρα.
Κάθε αναφορά επομένως πάνω στη δράση του ανταποκρίνεται στο απρόσωπο καθολικό πνεύμα. Σε καμμιά περίπτωση η έκταση της λαϊκής ψυχής δεν περιορίζεται στα στενά όρια του ατόμου, είναι απροσδιόριστη και άπειρη, κι αν συμβεί να πυκνωθεί κάποτε στ’ασήμαντα προσωπικά μέτρα και να δηλωθεί με το ταπεινό όνομα κάποιου ποιητή, καταντά ψεύτικη κι ανάρμοστη στο γενναίο κι αγέρωχο φρόνημα της παλλαϊκής συνείδησης.
Μόνο εκείνος που νοιώθει τη μεγάλη αίσθηση του κοινού, δημιουργεί χωρίς να φαίνεται, γίνεται ένα με τούτο χωρίς καθόλου ν’ ακούεται.

Τα τραγούδια αυτά έτσι παίρνουν εξαιρετική σημασία και καταντούν παλλαϊκές «ρήτρες», που συγκινούν, προτρέπουν, νουθετούν, ανυψώνουν.
΄Ετσι στο βαρύ και επιβλητικό ξεφάντωμα που διαγράφεται μέσα σ’ ένα ομηρικο περιβάλλον ακούει κανένας τραγούδια σαν τα πιο κάτω:

Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι
μα ωσάν μυρίζ’ ο φρόνιμος βαρσάμοι δε μυρίζουν
μυρίζ’ εκειά που κάθεται, μυρίζ’ εκειά που στέκει
μυρίζ’ εκειά που περπατεί, μυρίζει κι αν κοιμάται.
(Από τη συλλογή του Βλαστού)

Η φρονιμάδα εδώ μπαίνει πολύ ψηλά σε μιάν αναφορά γενική, αλλού όμως βρίσκει την έκφρασή της σε μια προσωπική νουθεσία:

Γρικάτ’ είντα παράγγενε γ εις φρόνιμος του γυιούν του
-«Γυιέ μου, κι αν πάς στο καπηλειό και βρής τσί χαροκόπους
ντήρα διαντήρα το σκαμνί, την τάβλα, να καθίζης,
με τον καλλιά σου κάθιζε και νηστικός σηκώνου,
το φρόνιμο να σέβεσαι, τον κουζουλό χαιρέτα
να σε τιμούν οι άρχοντες.

Νομίζει κανένας πως από το στόμα του λαϊκού ποιητή ακούει λόγια παρόμοια σαν εκείνα του Θέογνη:

Ταύτα μεν ούτως ίσθι, κακοίσι δε μη προσομίλει
Ανδράσιν, αλλ’ αιεί των αγαθών έχεο,
Και μετά τοίσιν πίνε και έσθιε, και μετά τοίσιν
Ίζε, και άνδανε τοίς ως μεγάλη δύναμις.
Εσθλών μεν γαρ απ’ εσθλά μάθησεαι, ήν δεν κακοίσιν
Συμμίσγης, απολείς και τον εόντα νόον, (Ελεγεία, στ. 30-35)

Η αναφορά μας στο ριζίτικο τραγούδι θα συνεχιστεί τις αμέσως επόμενες μέρες, στο δεύτερο μέρος του μεγάλου αυτού αφιερώματος, στο οποίο θα αναφερθούμε στη λεπτομερή καταγραφή όλων των διασωζόμενων ριζίτικων, που βρήκαμε καταγραμμένα μέσα από συλλογές.





Βυζαντινός Αντίλαλος




Βιβλιογραφία

- Νίκου Καβρουλάκη λογοτέχνη-συγγραφέα «Οι ρίζες των ριζίτικων τραγουδιών»
- Εφημερίδα «Τα Σφακιά» από άρθρο του Μιχ. Φραγγεδάκη «Ριζίτικη παρέα», τ. Μαρτίου 2009
- Χανταμπή Γιώργου «Το Ριζίτικο, οι Μαντινάδες και οι Χοροί της Κρήτης από τις Πηγές τους»
- Αποστολάκη Σταμάτη «Ριζίτικα τα δημοτικά τραγούδια της Κρήτης» εκδ. Γνώση 1993
- Ερατ. Καψωμένου επικ. Καθηγητή «Πολιτισμικοί κώδικες στο δημοτικό τραγούδι»





2 σχόλια:

  1. ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ Α ΚΑΙ Β ΜΕΡΟΣ!!!! ΕΥΧΕ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σας ευχαριστώ κ. Δαμιανόπουλε για την καλή σας κριτική. Προσπαθούμε όσο γίνεται, να καταγράφομε την παράδοση του τόπου, αλλά και τη θαυμαστή και μοναδική λαική παράδοση της ευρύτερης ελληνικής υπαίθρου, πάντα μέσα στα πλαίσια των δυνατοτήτων μας, ως το τελευταίο ανάχωμα στην επέλαση της δυτικής τεχνοκρατικής υποκουλτούρας, που έχει αναχθεί στην εποχή μας ως "πολυπολιτισμός". Λέξη και έννοια, παντελώς άγνωστη στην ιστορία του ανθρώπου και του πολιτισμού του.
      Να είστε καλά !

      Διαγραφή

Σχόλια αναγνωστών