Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

ΤΖΟΝ ΝΤΙΛΙΓΚΕΡ. Απ τον ποδόγυρο, τρόμος των τραπεζών και μπελάς του FBI

Ο πιτσιρίκος Τζον Ντίλινγκερ δεν ήταν καθόλου εύκολη περίπτωση. Γόνος μιας ήσυχης μεσοαστικής οικογένειας, ο Ντίλινγκερ γεννήθηκε στις 22 Ιουνίου του 1903 στην Ινδιανάπολη. 

Ο πατέρας του ήταν ένας σοβαρός και θρήσκος μανάβης, που έκανε ότι θεωρούσε καλύτερο για να εμφυσήσει τον γιόκα του τις ηθικές του αξίες, παρέχοντας του ταυτόχρονα άφθονα τα υλικά αγαθά - όλα τα παιχνίδια και τα ποδήλατα που ζητούσε ο μικρός, τα αποκτούσε. Η μητέρα του πέθανε όταν ο Τζον ήταν τριών ετών, πριν προλάβει καλά- καλά να τη γνωρίσει, και η δεκαεξάχρονη αδερφή του Οντρεϊ ανέλαβε την διεύθυνση του σπιτιού- έφυγε ωστόσο σύντομα, αποκτώντας τη δική της οικογένεια.
Ο πατέρας του ξαναπαντρεύτηκε ύστερα από έξι χρόνια, και ο Τζόνι που έδειξε αρχικά να ζηλεύει την αγάπη και την αφοσίωση που έδειχνε ο πατέρας του στη μητριά του, στη συνέχεια άρχισε να την θαυμάζει και εν τέλει τη λάτρεψε.

Ηγήθηκε της πρώτης του συμμορίας όταν ήταν περίπου 10. Οι Dirty Dozen (Βρώμικη Δωδεκάδα) ήταν μια ομάδα ατίθασων παλιόπαιδων που, μεταξύ άλλων, έκλεβαν κάρβουνο από τα εμπορικά τρένα που περνούσαν από την περιοχή.
Κάποια στιγμή τους τσάκωσαν και τους έστειλαν στο Δικαστήριο Ανηλίκων, όπου ο Τζόνι έδωσε μερικά ακόμα δείγματα της σκανταλιάρικης φύσης του: ήταν ο μόνος που δεν χαμήλωσε το βλέμμα του μπροστά στον δικαστή, απεναντίας συνέχισε αγέρωχα να μασάει τσίχλα και να φοράει το κασκέτο του. Όταν ο δικαστής τον διέταξε να βγάλει το κασκέτο του και να φτύσει την τσίχλα του, ο Τζόνι χαμογέλασε πονηρά και με αργές κινήσεις κόλλησε την τσίχλα του στην κορυφή του κασκέτου. Μαζί με τον κολλητό του, Φρεντ Μπρούερ (γιο διαλυμένης οικογένειας) αλήτευαν ολημερίς. Συχνά πήγαιναν στο πριονιστήριο της περιοχής, όπου μάθαιναν να χειρίζονται το πριόνι, όταν δεν ήταν κανείς τριγύρω.
Μια μέρα έδεσαν ένα φίλο τους για πλάκα στον ιμάντα, έθεσαν το πριόνι σε λειτουργία και τον απελευθέρωσαν μόνο όταν απείχε πλέον 20 εκατοστά από τις κοφτερές λεπίδες...


Ο πατέρας Ντίλινγκερ δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος με την εξέλιξη του γιου του, και το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε ιδέα πώς να τον χειριστεί. Οι τιμωρίες και το ξύλο έφερναν τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα: ο Τζόνι ξέφευγε όλο και περισσότερο. Στα δεκαέξι του αποφάσισε να παρατήσει το σχολείο κι έπιασε δουλειά στο πριονιστήριο. Επέδειξε ιδιαίτερη ικανότητα στον χειρισμό των μηχανημάτων, αλλά βαρέθηκε γρήγορα και τα παράτησε. Αμέσως μετά έπιασε δουλειά σαν μηχανικός, και πάλι όλα πήγαιναν καλά στην αρχή, μέχρι που άρχισε να ξημερώνεται κυνηγώντας κορίτσια, παύοντας να αποδίδει στη δουλειά. Απελπισμένος, ο πατέρας Ντίλινγκερ αποφάσισε πως ήταν καιρός για μια ριζική αλλαγή περιβάλλοντος. Κι ο ίδιος άλλωστε σκεφτόταν από καιρό να αποσυρθεί και να ζήσει σε μια φάρμα: έτσι πούλησε το μανάβικο και το σπίτι, και η οικογένεια μετακόμισε στη Μουρσβιλ, πατρίδα της μητριάς του Τζον.

Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε κι εδώ: ο Τζόνι ξεκίνησε να παρακολουθεί μαθήματα στο τοπικό γυμνάσιο, βαριόταν όμως να διαβάσει, και απέτυχε σε όλα εκτός από την εφαρμοσμένη βιολογία. Οι καθηγητές του ζήτησαν από τον πατέρα του να τους επισκεφτεί ως κηδεμόνας, όμως εκείνος -που κατά τα άλλα ΄΄καιγόταν΄΄ να βάλει τον γιο του στον ίσιο δρόμο- προφασίστηκε σοβαρές δουλειές και δεν εμφανίστηκε. Προτού να φτάσει στη μέση η ακαδημαϊκή χρονιά, ο Τζόνι είχε παρατήσει το σχολείο, και λίγο αργότερα και το σπίτι του -αν και όχι για πάντα, ακόμη-, αφού οι καβγάδες με τον πατέρα του έκαναν την ζωή ανυπόφορη για όλους. 
Μετακόμισε στην γειτονική Μάρτινσβιλ, όπου κοπροσκύλιαζε ολημερίς και ασχολούνταν κυρίως με το άλλο φύλο. Μια κοπέλα ήταν ξεχωριστή γι αυτόν -και ήταν έτοιμος να τα παρατήσει όλα και να γίνει ένας σωστός οικογενειάρχης για χάρη της. 
Η Φράνσις Θόρντον, θετή κόρη του θείου του, ήταν η μόνη γυναίκα που του ενέπνεε σεβασμό, αλλά ο θείος του αντιτέθηκε πλήρως στον γάμο τους και τους ανάγκασε να χωρίσουν, κάτι που είχε μεγάλη αρνητική επίδραση στον Τζονι για πολύ καιρό. Συνέχισε να κυνηγάει γυναίκες, αλλά τελικά το μόνο που κατάφερε ήταν να επιστρέψει για ένα διάστημα στην Ινδιανάπολη και να κολλήσει γονόρροια.
Οι σχέσεις του με τον πατέρα του συνέχισαν να πηγαίνουν απ το κακό στο χειρότερο, και η κορύφωση έφτασε στις 21 Ιουλίου του 1923. Ο Τζόνι είχε γυρίσει, ακόμη μια φορά, στο σπίτι και ο πατέρας του αρνήθηκε να του δώσει το αυτοκίνητο προκειμένου να πάει στο ραντεβού του με μια κοπέλα που υποτίθεται πως ήταν έγκυος στο παιδί του. Ο Τζονι απλά έκλεψε το πρώτο αυτοκίνητο που βρήκε μπροστά του. Ωρες αργότερα, κι ενώ έκανε άσκοπες βόλτες, ένας αστυνομικός τον σταμάτησε, και καθώς ο Τζονι δεν μπορούσε να του δώσει πειστικές απαντήσεις, πήγε σε ένα τηλεφωνικό θάλαμο και ετοιμάστηκε να καλέσει τα κεντρικά, όταν ο κρατούμενος του ξέφυγε. Το επόμενο πρωί ο Τζόνι κατατάχτηκε στο Αμερικάνικο Ναυτικό. Τα έβγαλε πέρα με την βασική εκπαίδευση, αλλά η αυστηρά πειθαρχημένη στρατιωτική ζωή δεν ήταν η καλύτερη του, κι έτσι μετά από τέσσερις μήνες και κάτι επέστρεψε σπίτι, δίνοντας τέλος και στην στρατιωτική του καριέρα.

Το κρίσιμο 1924
Το 1924 ήταν μια χρονιά ορόσημο στη ζωή του Τζόνι: κατά την διάρκεια της έγινε οικογενειάρχης, κλεφτοκοτάς, ταπετσιέρης, τοπικό αστέρι του μπέιζμπολ, ληστής και κατάδικος. Γυρνώντας σπίτι απ το Ναυτικό, γνωρίζει την 16χρονη Μπέριλ Χοβάιους, την οποία και παντρεύεται τρεις μήνες αργότερα. Λίγες μέρες μετά, συλλαμβάνεται για κλοπή 41 κοτόπουλων, και μόνο χάρη στην παρέμβαση του πατέρα του γλιτώνει το δικαστήριο.
Δεν γλιτώνει όμως την ανοιχτή σύγκρουση με τον ίδιο, με αποτέλεσμα να εγκαταλείψει το πατρικό του μαζί με την Μπέρυλ και να εγκατασταθούν στο σπίτι των δικών της στην Μάρτινσβιλ. Εκεί ο Τζόνι πιάνει δουλειά σαν ταπετσιέρης, και κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού παίρνει μέρος σε αγώνες μπέιζμπολ, όπου εντυπωσιάζει με την αθλητική του δεινότητα και γνωρίζει τον πρώτο σύντροφο του στην παρανομία. 
Ατυχής γνωριμία: ο Εντ Σίνγκλετον -μακρινός συγγενής της μητριάς του Τζόνι- είναι μεθύστακας και αναξιόπιστος. Στις αρχές Σεπτέμβρη, ο Τζόνι οπλισμένος με ένα 32άρι και ένα πόμολο τυλιγμένο σε μαντήλι επιτίθεται σε έναν μανάβη που έχει μόλις σχολάσει, έχοντας πληροφορηθεί από τον Σίνγκλετον ότι κουβαλάει τις εισπράξεις της ημέρας. Δυστυχώς ο μανάβης όχι μόνο δεν κουβαλούσε τις εισπράξεις της μέρας, αλλά αντιστάθηκε στην επίθεση, γραπώνοντας το όπλο και κάνοντας το να εκπυρσοκροτήσει. Ο Τζόνι τρομοκρατείται, νομίζοντας πως τον έχει σκοτώσει, και τρέχει στο σημείο συνάντησης του με τον Σίνγκλετον, ο οποίος είναι άφαντος, όπως επίσης και το αυτοκίνητο της διαφυγής τους...
Πεπεισμένος από τον εισαγγελέα ότι αν ομολογήσει την ενοχή του το δικαστήριο θα δείξει επιείκεια, ο πατέρας Ντίλινγκερ πείθει τον γιο του να ομολογήσει. Ο Τζόνι εμφανίζεται στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο, ως αμνός επί σφαγή, ενώ ο πατέρας είναι, για άλλη μια σημαντική περίσταση στη ζωή του μοναχογιού του, είναι «πολύ απασχολημένος» για να παραστεί στη δίκη. Ο δικαστής κατεβάζει το σφυρί του, καταδικάζοντας τον Τζον Ντίλινγκερ σε 10 με 20 χρόνια φυλάκιση στο αναμορφωτήριο Πέντλετον. Ο 21χρονος κρατούμενος πατάει για πρώτη του φορά το πόδι του στη φυλακή κοιτώντας με ένα πονηρό χαμόγελο τον αρχιδεσμοφύλακα και δηλώνοντας του: 
«Δεν θα σας δημιουργήσω κανένα πρόβλημα, απλώς θα δραπετεύσω».

Της φυλακής τα σίδερα   
Εκανε την πρώτη του αποτυχημένη απόπειρα σε λιγότερο από ένα μήνα, προσθέτοντας άλλους έξι μήνες στην ποινή του. Η δεύτερη αποτυχημένη απόπειρα έγινε κατά την επιστροφή του από την δίκη του Σίνγκλετον (ο οποίος, έχοντας δικηγόρο, καταδικάστηκε σε 2 με 14 χρόνια φυλάκιση) και η τρίτη πέντε βδομάδες αργότερα - άλλοι έξι μήνες προστέθηκαν έτσι στην ποινή του. 
Από το 1925 ως το 1931 ο κρατούμενος Ντίλινγκερ αύξανε διαρκώς την ποινή του, παραβιάζοντας διαρκώς τους κανονισμούς της φυλακής  με διάφορους τρόπους: παίζοντας χαρτιά, παίζοντας ξύλο, παίζοντας με ξυράφια και περνώντας λαθραία φαγητό στο κελί του. Στη στενή ο Τζον γνωρίζει έναν ακόμη από τους ανθρώπους που έμελλαν να παίξουν πολύ σημαντικό ρόλο στο υπόλοιπο της σύντομης ζωής του, τον Χάρι Πίρποντ, ένα καλοφτιαγμένο ψηλό παλικάρι με απαλή φωνή, μπλε μάτια και μεγάλη επιτυχία στις γυναίκες.
Η αποτυχημένη απόπειρα δραπέτευσης του Πίρποντ, στοιχίζει στο φίλο του Τζόνι την μεταφορά του στην -φημολογούμενη ως σκληρή- φυλακή του Μίσιγκαν. Ο καινούργιος φίλος του Ντίλινγκερ ονομάζεται Χόμερ Βαν Μίτερ και είναι ένας ψηλός λεπτός τύπος με μια διεστραμμένη αίσθηση του χιούμορ. Σκαρώνει διαρκώς άσχημες φάρσες με αποτέλεσμα να τιμωρηθεί και αυτός με μεταφορά στην φυλακή του Μίσιγκαν. Μένοντας εντελώς μόνος, ο σκληρός Τζον γράφει παθιασμένα ερωτικά γράμματα στην γυναικούλα του. Όμως η Μπέριλ είναι πολύ νέα και η αναμονή της πέφτει βαριά: το 1929 κάνει αίτηση διαζυγίου, η οποία γίνεται δεκτή από τον ίδιο δικαστή που καταδίκασε τον πρώην σύζυγο της σε πολύχρονη φυλάκιση. Η απόρριψη του από τη γυναίκα του και η μοναξιά είναι τα κίνητρα που ωθούν τον Τζον να ασχοληθεί σοβαρά, για πρώτη φορά στη ζωή του, με την μελέτη: παρακολουθεί το σχολείο της φυλακής με ζήλο, περιμένοντας την εξέταση της πρώτης του αίτησης για αποφυλάκιση με αναστολή.
Το ταλέντο στο μπέιζμπολ παραλίγο να του εξασφαλίσει μια θετική απάντηση, αλλά η κακή του συμπεριφορά έχει καταγραφεί στα αρχεία της φυλακής, κι έτσι ο Τζον εισπράττει ένα ηχηρό «Απορρίπτεται».
Εμβρόντητος αλλά ψύχραιμος, ζητάει επιτόπου από την επιτροπή να μεταφερθεί στις φυλακές του Μίσιγκαν, και τώρα είναι η σειρά της επιτροπής να μείνει εμβρόντητη. Εξηγώντας το αίτημα του ο κατάδικος Ντίλινγκερ δεν λέει ότι θέλει να ξαναβρεθεί με τους φίλους του, αλλά εξηγεί πειστικά ότι η φυλακή του Μίσιγκαν έχει καλύτερη ομάδα μπέιζμπολ. Το αίτημα του γίνεται δεκτό. 

         O ληστής του κραχ
Μεγέθυνση
Η ιστορία ενός από τους πιο διάσημους ληστές τραπεζών των ΗΠΑ αποτελεί ένα ακόμα εντυπωσιακό παράδειγμα παρανόμου που οδηγήθηκε στο έγκλημα λόγω μιας σειράς κακών συγκυριών, επιβαρυνόμενος από ένα «δύσκολο» και μη κοινωνικά αποδεκτό χαρακτήρα. Ο όρος «κακοποιός» αδικεί σε έναν βαθμό τον Τζον Ντίλινγκερ, ο οποίος ναι μεν σκότωσε ανθρώπους στη ζωή του (βρισκόμενος συνήθως σε αυτοάμυνα), αλλά οι βασικές του επιδιώξεις ήταν να έχει πολλά λεφτά, να μπορεί να κυνηγάει τον ποδόγυρο και να την φέρνει στους ανίκανους -και λιγότερο εύστροφους - τηρητές του νόμου. Κάτι πολύ κοντινό στο American Dream.
Προερχόμενος από ένα δύσκολο οικογενειακό περιβάλλον, ο Ντίλινγκερ όπως και ο Μπίλι δε Κιντ  ήταν απλώς ένα ατίθασο παλιόπαιδο, που αγωνιούσε να επιβληθεί με την σκληρότητα και την εξυπνάδα του, ζωντανή απόδειξη ότι το «εκπαιδευτικό» (όπως αργότερα και το σωφρονιστικό) σχήμα αταξία=τιμωρία είχε πάνω του επίδραση αντίθετη από την κοινωνικά επιθυμητή. Κι αν τα όργανα της τάξης και ο αρχηγός του -νεότευκτου τότε- γραφείου του FBI, J. Edgar Hoover σκύλιαζαν με την κοροϊδία που τους έριχνε κατάμουτρα ο Ντίλινγκερ, στην αμερικάνικη λαϊκή συνείδηση ήταν ένας περιθωριακός ήρωας: οι περιπέτειες της συμμορίας του ήταν γεγονότα που όλοι παρακολουθούσαν φανατικά μέσα από τις εφημερίδες, διαβάζοντας με ζήλο τις τολμηρότατες ληστείες των ευγενικών, καλοντυμένων και ενίοτε πολύ εμφανίσιμων παρανόμων.
Το χρονικό πλαίσιο της δράσης του Ντίλινγκερ είναι επίσης πολύ σημαντικό: το μεγάλο οικονομικό κραχ που έπληξε την Αμερική το 1929 και οδήγησε στην περίοδο της Μεγάλης Κρίσης, οδήγησε τις σχέσεις των τραπεζών με τους πολίτες σε αδιέξοδο. Οι περισσότερες τράπεζες έκλειναν, παίρνοντας μαζί τους και τις οικονομίες του λαού, και όσες επιβίωναν δρούσαν σαν αρπακτικά όρνια που κλωθογύριζαν πάνω από τα σπίτια, τα ακίνητα και τις περιουσίες των αμερικανών, επισείοντας διαρκώς απειλές για υποθήκες και κατασχέσεις. Ηταν λογικό κι επόμενο ο μέσος αμερικανός να μην θεωρεί ιδιαίτερα...τρομερούς κακοποιούς τους ληστές τραπεζών, όταν, μάλιστα, σε κάποιες ληστείες μαζί με τα λεφτά εξαφανίζονταν και τα αποδεικτικά στοιχεία των οφειλών των πελατών.
Μια τέτοια νότα Ρομπέν των Δασών προσέθεσε και ο Ντίλινγκερ στο ήδη ανεβασμένο κοινωνικό του γόητρο, όταν κατά την διάρκεια μιας ληστείας πέτυχε έναν αγρότη που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στο ταμείο με ένα μάτσο δολάρια. «Είναι δικά σου αυτά τα λεφτά ή της τράπεζας;», τον ρώτησε. «Δικά μου», απάντησε ο αγρότης. «Ε, τότε κράτα τα», απάντησε ο Ντίλινγκερ, «εμείς θέλουμε μόνο της τράπεζας».

Δραπέτης και ληστής
Ξαναβρίσκοντας τον Πίρποντ και τον Βαν Μίτερ, ο Ντίλινγκερ γνωρίζεται και με τους δικούς τους φίλους, μια ομάδα «φτασμένων» ληστών τραπεζών. Ταχύρυθμα μαθήματα επί της υψηλής αυτής τέχνης ξεκινάνε αμέσως, με την συμβολή του Βάλτερ Ντίτριχ, ο οποίος παραδίδει το ειδικό μάθημα της ληστείας τραπεζών με τη μέθοδο του «Βαρώνου» Χέρμαν Κ. Λαμ, ενός Πρώσου αξιωματικού ο οποίος είχε γράψει ιστορία με τις πετυχημένες του ληστείες. Το πρώτο βήμα για μια πετυχημένη ληστεία είναι η πολύ καλή γνώση και κατόπτευση των εσωτερικών χώρων της τράπεζας-στόχου (π.χ. που βρίσκονται τα χρηματοκιβώτια και ποιος υπάλληλος είναι υπεύθυνος για το άνοιγμα τους). Το επόμενο βήμα είναι η πρόβα τζενεράλε, κατά την διάρκεια της οποίας κάθε μέλος της συμμορίας αναλαμβάνει μια συγκεκριμένη δουλειά και υποχρεούται να την φέρει εις πέρας μέσα σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Οι ληστές πρέπει να εγκαταλείψουν την τράπεζα μέσα σε προκαθορισμένο χρόνο, με ή χωρίς τα κλοπιμαία. Τέλος, απαιτείται ένα πολύ γρήγορο αυτοκίνητο και μια δοκιμασμένη εκ των προτέρων οδός διαφυγής.
Μεγέθυνση
Εκτός από τον Πίρποντ και τον Βάλτερ Ντίτριχ, η ομάδα στην οποία μπήκε ο Τζον Ντίλινγκερ αποτελούνταν από τους «Φατ Τσάρλι» Μάκλεϊ (44χρονος βετεράνος ληστής), Τζον «Ρεντ» Χάμιλτον (34χρονος σκληρός κι έξυπνος ληστής) και Ράσελ Κλαρκ (νεαρός που εξέτιε ποινή για μία και μόνη ληστεία). Ολοι τους είχαν μεγάλες ποινές στη ράχη τους και ονειρεύονταν την απόδραση. Ο Μάκλεϊ, ως «παλιός» και πιο πεπειραμένος, συνέλαβε ένα σχέδιο απόδρασης που βασιζόταν στην δωροδοκία. Για να βρεθούν τα λεφτά όμως έπρεπε κάποιος να βγει έξω και να ληστέψει κανα δυο γερά «μαγαζιά», προκειμένου να δωροδοκηθούν οι φύλακες. Ο κλήρος έπεσε στον Ντίλινγκερ, ο οποίος θα κέρδιζε έτσι τον ρόλο του οδηγού του γρήγορου αυτοκινήτου της συμμορίας. Μέχρι τον Μάιο του 1933 που αποφυλακίστηκε, ο Τζον είχε παρακολουθήσει πάμπολλα μαθήματα ληστείας τραπεζών από τους «πετυχημένους» συντρόφους τους, οι οποίοι βέβαια είχαν καταλήξει στη φυλακή φορτωμένοι με μπόλικα χρονάκια...
Οι αρχές του έδωσαν τελικά άδεια αποφυλάκισης, όταν η οικογένεια του ειδοποίησε ότι η μητριά του ήταν ετοιμοθάνατη. Μέχρι να επιστρέψει σπίτι του, η αγαπημένη του θετή μητέρα είχε ήδη πεθάνει, και μετά την κηδεία της ο Τζον δήλωσε στον πατέρα του πως ήταν έτοιμος να γίνει ένας καθ όλα νομιμόφρων πολίτης.

Λίγες βδομάδες αργότερα, είχε ήδη έρθει σε επαφή με μια σειρά ανθρώπων που του είχε υποδείξει η παρέα του Πίρποντ, και το μάζεμα των χρημάτων ξεκίνησε πάραυτα, Χτύπησαν πρώτα ένα σούπερ μάρκετ, αλλά μάζεψαν μόλις 100 δολάρια, ψίχουλα δηλαδή, κι έτσι αμέσως μετά χτύπησαν μια τράπεζα. Με την τύχη του αρχάριου, ο Ντίλινγκερ και η υπόλοιπη συμμορία τα πήγαν περίφημα, κάνοντας μια εντυπωσιακή μπάζα δεδομένης της οικονομική στενότητας της εποχής: 10.000 δολάρια. Κατά την διάρκεια της επόμενης ληστείας ο Τζον συνειδητοποίησε ότι οι συνεργάτες του ήταν άχρηστοι κι έτσι τους έδιωξε - λίγο αργότερα εκείνοι κατέληξαν στην φυλακή, ενώ αυτός είχε ήδη βρει έναν καινούργιο συνένοχο. Στην ληστεία που ακολούθησε, οι ευγενικοί τρόποι του Ντίλινγκερ, το ωραίο παρουσιαστικό του και η χάρη με την οποία πήδηξε πάνω από το προστατευτικό κιγκλίδωμα εντυπώθηκαν στην μνήμη της ταμία, η οποία τον περιέγραψε λεπτομερέστατα στον αρχηγό της πολιτειακής αστυνομίας, Ματ Λιτς, κι εκείνος με την σειρά του δεν άργησε να συνειδητοποιήσει ότι το νέο πρόσωπο στις τάξεις των ληστών τραπεζών ήταν ο Τζον Ντίλινγκερ.
Στο μεταξύ ο γοητευτικός Τζον κυνηγούσε την αδερφή ενός συγκαταδίκου του, μια 23χρονη ζωντοχήρα με παιδιά, που δεν ενέδιδε στις χάρες του. Ξοπίσω του ο Ματ Λιτς είχε ήδη εξαπολύσει κυνηγητό, και ανακαλύπτοντας την ύπαρξη της νέας γυναίκας στην ζωή του Τζον ετοιμάζεται να του στήσει παγίδα. Οι ληστείες συνεχίζονται και το ποσό που απαιτείται για την απόδραση της έγκλειστης συμμορίας έχει σχεδόν συγκεντρωθεί.

Το σχέδιο μπαίνει σε δράση, και λίγες μέρες προτού οι φίλοι του αποδράσουν ο Ντίλινγκερ πέφτει στην παγίδα του Λιτς και συλλαμβάνεται. Η απόδραση πετυχαίνει, η συμμορία του Πίρποντ αποδρά και ετοιμάζεται (με την μεσολάβηση ακόμα μιας ληστείας, προκειμένου να υπάρχει αρκετό ρευστό) η επιχείρηση απελευθέρωσης του Τζον. Περιμένοντας να τον ελευθερώσουν, γράφει στον πατέρα του:
«Ισως κάποια μέρα να μάθω πως δεν μπορείς να κερδίσεις σ αυτό το παιχνίδι. Το ξέρω πως είμαι μια μεγάλη απογοήτευση για σένα, αλλά έχω πληρώσει για ότι έκανα, περνώντας πολύ καιρό στην φυλακή, στην οποία μπήκα ανέμελο παιδί και βγήκα γεμάτος πικρία για τον κόσμο. Φυσικά, το μεγαλύτερο φταίξιμο είναι δικό μου, καθώς το περιβάλλον στο οποίο με ανέθρεψες ήταν το καλύτερο, αλλά ίσως αν το δικαστήριο ήταν περισσότερο επιεικές μαζί μου την πρώτη φορά τίποτα απ όσα ακολούθησαν να μην είχαν συμβεί. Είμαι καλά και μου φέρονται εντάξει. Τζόνι.».
Του φέρονται όντως καλά -ειδικά ο σερίφης Σάρμπερ και η γυναίκα του στην φυλακή του Οχάιο όπου κρατείται προσωρινά- αλλά κατά την διάρκεια της επιχείρησης απελευθέρωσης του ο Πίρποντ σκοτώνει, κατά λάθος, τον σερίφη.

Όταν αποφυλακίστηκε, το 1933, άρχισε αμέσως τις ληστείες τραπεζών. Μέσα σε λίγους μήνες χτύπησε 11 τράπεζες, αφήνοντας πίσω του 15 νεκρούς και 17 τραυματίες αστυνομικούς και πολίτες, ενώ σκοτώθηκαν και 11 μέλη της συμμορίας του.

Και έγινε «Σικάγο»...
Με έδρα το Σικάγο, ο Ντίλινγκερ και οι υπόλοιποι οργάνωσαν προσεχτικά και με άψογο επαγγελματισμό την πιο πετυχημένη, τολμηρή και αυθάδικη ομάδα ληστών τραπεζών που πέρασε ποτέ από τις ΗΠΑ, εξ ου και η ονομασία που της αποδόθηκε: «η τρομερή συμμορία». Ο εξοπλισμός της προήλθε από το οπλοστάσιο της αστυνομίας, το οποίο διέρρηξαν και «απαλλοτρίωσαν» τα πάντα: σήκωσαν αυτόματα, πριονισμένες καραμπίνες, πυρομαχικά και αλεξίσφαιρα γιλέκα. Η κίνησή τους εξαγρίωσε εντελώς την αμερικανική αστυνομία και ο Ματ Λιτς προσπάθησε να διασπάσει τη συμμορία χρησιμοποιώντας τα ΜΜΕ: ζήτησε από τους δημοσιογράφους, που μέχρι πρότινος αναφέρονταν στη συμμορία ως «η συμμορία του Πίρποντ», να αλλάξουν τροπάριο και να την αποκαλούν «η συμμορία του Ντίλινγκερ», ελπίζοντας να προκαλέσει πλήγμα στη σχέση των δύο φίλων.
Όμως, το κόλπο απέτυχε, καθώς ο Πίρποντ εκτιμούσε πολύ τον Ντίλινγκερ και
του ήταν ιδιαίτερα ευγνώμων, ενώ ο Ντίλινγκερ, παρ όλο που διάβαζε και ξαναδιάβαζε τα άρθρα και κρατούσε αρχείο, γινόταν όλο και πιο σεμνός και συγκρατημένος. Η συμμορία ζούσε ήσυχα σε διαμερίσματα του Σικάγου, οι άντρες έπιναν μόνο μπύρα και σπανίως και κανένα ποτό. Σύμφωνα με τον αυστηρό κώδικα του Πίρποντ, κάθε «δουλειά» έπρεπε όχι μόνο να διεκπεραιώνεται χωρίς τη βοήθεια αλκοόλ ή άλλων ουσιών αλλά και να προετοιμάζεται μέσα σε κλίμα απόλυτης νηφαλιότητας. Τα μέλη της συμμορίας κάθονταν σε αναπαυτικές πολυθρόνες στο σαλόνι και συζητούσαν τα μελλοντικά τους σχέδια, ίδιοι κι απαράλλαχτοι με οποιαδήποτε ομάδα αξιοσέβαστων επιχειρηματιών.
Η πρώτη ληστεία τούς απέφερε 75.000 δολάρια, ποσό εξωπραγματικό για εκείνη την εποχή. Ακολούθησαν άλλες δύο θεαματικότατες ληστείες, κατά τη διάρκεια των οποίων έπεσαν μπόλικοι πυροβολισμοί, ένας αστυνομικός σκοτώθηκε και ένας άλλος τραυματίστηκε ελαφρά, ενώ τα ποσά που συγκέντρωνε η «τρομερή συμμορία» ανέβαιναν διαρκώς. Με τόσα λεφτά στην άκρη και την αστυνομία να τους κυνηγάει αφρίζοντας, ο Ντίλινγκερ και η παλιοπαρέα του αποφάσισαν να ξαποστάσουν λιγάκι. 
Στο μεταξύ, η αστυνομία του Σικάγου δημιούργησε μια ειδική ομάδα, που ασχολούνταν αποκλειστικά με τη σύλληψη της συμμορίας. Δυστυχώς, η ειδική ομάδα αντί να συλλάβει την συμμορία κατάφερε να κάνει «σουρωτήρι» τρεις ασήμαντους κακοποιούς, ενώ τα πρωτοπαλίκαρα του Ματ Λιτς, δείχνοντας υπερβολικό ζήλο, σκότωσαν κατά λάθος έναν αστυνομικό της πολιτείας (Ιλινόι). Μετά την πρωτοχρονιά του 1934, η συμμορία συνέχιζε να μένει εκτός δράσης, έχοντας όλη την αστυνομία των μεσοδυτικών πολιτειών στο κατόπι της.
Ο Πίρποντ αποφάσισε πως έπρεπε να κατευθυνθούν στην Τούσον της Αριζόνα γιατί το κλίμα δεν τους σήκωνε άλλο, ενώ ο Ντίλινγκερ δήλωσε πως θα πήγαινε να τους βρει αργότερα, αφού πρώτα παρελάμβανε τη φίλη του, την Μπίλι Φρεσέτ, από το σπίτι της στο Ουινσκόνσιν, παρέα με τον Χάμιλτον. Στο δρόμο, τα δύο φιλαράκια είπαν να ξεσκουριάσουν λίγο και λήστεψαν μια τράπεζα της Ιντιάνα, παρόρμηση που τους κόστισε τον τραυματισμό του Χάμιλτον και φόρτωσε στις πλάτες τουε ακόμα έναν φόνο αστυνομικού. 
Αλλά και η υπόλοιπη συμμορία αντιμετώπιζε προβλήματα: καθ΄ οδόν για την Αριζόνα, το ξενοδοχείο στο οποίο έμειναν πήρε φωτιά κι ενώ κατάφεραν να σωθούν μαζί με το οπλοστάσιο που κουβαλούσαν στις βαλίτσες τους, ένας πυροσβέστης τούς αναγνώρισε και έριξε «σύρμα» στην αστυνομία της Τούσον.
Με το που έφτασαν ο Ντίλινγκερ και η Μπίλι εκεί που βρισκόταν οι υπόλοιποι, περικυκλώθηκαν από την αστυνομία και χωρίς να ανοίξει... ρουθούνι οι αστυνομικοί της Αριζόνα πέτυχαν όσα δεν είχαν καταφέρει όλοι οι συνάδελφοί τους από πέντε διαφορετικές πολιτείες: να συλλάβουν αναίμακτα τέσσερα μέλη της «τρομερής συμμορίας».

Αυτό που ακολούθησε ήταν ένα τσίρκο: τα ΜΜΕ διαρκώς φωτογράφιζαν και έπαιρναν συνεντεύξεις από τους διάσημους κρατούμενους, ενώ πόλεμος είχε ξεσπάσει ανάμεσα σε τρεις πολιτείες που διεκδικούσαν διαφορετικά μέλη της συμμορίας, προκειμένου να δικαστούν για διαφορετικά εγκλήματα. Τελικά, ο Ντίλινγκερ φυγαδεύτηκε στην κυριολεξία από τα όργανα της τάξης στο Σικάγο για να δικαστεί εκεί, ενώ οι Πίρποντ, Μάκλεϊ και Κλαρκ μεταφέρθηκαν στο Οχάιο για να δικαστούν εκεί -- η διάσπαση της συμμορίας είχε ξεκινήσει. 

Η δίκη του Ντίλινγκερ ορίστηκε για τις 9 Φεβρουαρίου του 1934 και στο μεταξύ μεταφέρθηκε στις φυλακές του Κράουν Πόιντ που θεωρούνταν ανέκαθεν υψίστης ασφαλείας -- με την προσθήκη επιπλέον φρουρών και τη δημιουργία ομάδων περιφρουρήσης πολιτών είχαν γίνει πλέον απόρθητες, έτσι τουλάχιστον πίστευαν όλοι, μέχρι που ο Ντίλινγκερ πραγματοποίησε την πιο θεαματική και απίστευτη απόδραση της ζωής του.
Ο «υπ΄ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος» δραπέτευσε στις 3 Μαρτίου (η δίκη του είχε πάρει αναβολή ενός μήνα) με τη βοήθεια ενός ξύλινου πιστολιού, απελευθερώνοντας και άλλους τρεις κατάδικους. Διέφυγε άνετα, σαν κύριος, οδηγώντας το αυτοκίνητο του σερίφη. Ωστόσο, με αυτή την απόδραση έθεσε τον εαυτό του στη δικαιοδοσία του FBI, καθώς οδηγώντας με το κλεμμένο αυτοκίνητο κατά μήκος των πολιτειακών συνόρων είχε υποπέσει σε ομοσπονδιακό παράπτωμα.
Ο Ντίλινγκερ χρειαζόταν τώρα επειγόντως μια νέα συμμορία, αλλά με εξαίρεση τον παλιόφιλο του Τζον Χάμιλτον, τα υπόλοιπα μέλη της καινούργιας ομάδας επιλέχτηκαν βιαστικά: ο Χόμερ Βαν Μίτερ, παλιός γνώριμος από το αναμορφωτήριο του Πέντλετον και της φυλακής του Μίσιγκαν, ο Λέστερ Γκίλις Μπέιμπι Φέϊς Νέλσον (πνευματικά διαταραγμένο άτομο που σκότωνε και το απολάμβανε), ο Έντι Γκριν, πεπειραμένος ληστής τραπεζών και ο Τόμι Κάρολ, πεπειραμένος πιστολάς. Το πρώτο τους χτύπημα απέδωσε κέρδη 50.000 δολαρίων και ο Ντίλινγκερ είχε επιστρέψει για τα καλά στην ενεργό δράση.
Στο μεταξύ, οι φίλοι του Πίρποντ Μάκλεϊ και Κλαρκ δικάστηκαν και καταδικάστηκαν -- οι δύο πρώτοι σε θάνατο και ο τρίτος σε ισόβια δεσμά. 
Η επόμενη ληστεία της καινούργιας συμμορίας ήταν μια πανωλεθρία, που τους τσάκισε τα νεύρα, παραλίγο να τους στοιχίσει την ελευθερία τους και απέφερε μόλις 52.000 δολάρια. Οι πράκτορες του FBI τούς ακολουθούσαν στενά και ένα απόγευμα χτύπησαν την πόρτα του δωματίου όπου έμεναν ο Τζον και η φίλη του Μπίλι.
 Διέφυγαν μαζί με τον Βαν Μίτερ, ενώ ο Τζον πληγώθηκε άσχημα από σφαίρα στο πόδι. Το κυνηγητό είχε αρχίσει. Στις 5 Απριλίου ο Ντίλινγκερ αποφάσισε να κρυφτεί στο προφανέστερο και πιο απίθανο μέρος: εμφανίστηκε στη φάρμα του πατέρα του στη Μούρσβιλ. Μετά επέστρεψαν στο Σικάγο και φέυγοντας ξανά για να βρουν μια καλύτερη κρυψώνα, ο Τζον και η Μπίλι χωρίστηκαν για πάντα, καθώς η Μπίλι έπεσε σε μια παγίδα του FBI και ο Τζον τη γλίτωσε φεύγοντας με το αυτοκίνητο.
Στο τέλος του μήνα, η συμμορία κατέλαβε το πανδοχείο του Εμίλ Γουατάνκα στη Μικρή Βοημία του Βόρειου Ουινσκόνσιν. 
To FBI, στην προσπάθειά του να στους στήσει ενέδρα εκεί διέπραξε μία από τις χειρότερες γκάφες στην ιστορία του και ο Χούβερ έγινε δημόσιος περίγελος, καθώς είχε υποσχεθεί «κάτι σπέσιαλ» στους δημοσιογράφους και τα κατάφερε όντως πολύ καλά:
 Ενας αθώος νεκρός και δύο τραυματίες από πυρά ομοσπονδιακών, ένας πράκτορας νεκρός, ένας πράκτορας τραυματισμένος και ένας δικηγόρος ετοιμοθάνατος.

Μετά από την αιματοχυσία στη Μικρή Βοημία, η συμμορία σκόρπισε. Στα τέλη Μαΐου ο Ντίλινγκερ εμπιστεύτηκε έναν τσαρλατάνο πλαστικό χειρούργο ο οποίος υποσχέθηκε να του δώσει ένα νέο πρόσωπο. Κατάφερε να βγει ζωντανός απ την εγχείρηση και ευχαριστημένος από το αποτέλεσμα, αν και πολλοί δεν είχαν την ίδια γνώμη. Πέρασε έναν ολόκληρο μήνα κρυμμένος σε ένα «ασφαλές» σπίτι επί πληρωμή. Κατά τη διάρκεια του Ιουνίου πληροφορήθηκε το θάνατο του Τόμι Κάρολ, ενώ ο Βαν Μίτερ έφυγε για να βρει την κοπέλα του. Στις 30 Ιουνίου η συμμορία Ντίλινγκερ λήστεψε τελευταία φορά μια τράπεζα. Καταφέρνοντας με το ζόρι να βγουν ζωντανοί από την πόλη, ο Ντίλινγκερ και ο Βαν Μίτερ έφυγαν προς άγνωστη κατεύθυνση.

Το τέλος με τα ερωτηματικά
Μυστήριο καλύπτει τις κινήσεις του Τζον από τις 4 ως τις 22 Ιουλίου, ημέρα του θανάτου του.
Μια σκοτεινή γυναικεία φιγούρα μπήκε στην ιστορία: η Ρουμάνα ΄Αννα Σέιτζ, ιδιοκτήτρια δύο πορνείων και ερωμένη ενός στελέχους της αστυνομίας του Σικάγου. Τον Ιούλιο του 1934 η Σέιτζ ήταν πολύ άσχημα στριμωγμένη, καθώς απειλούνταν με απέλαση από τη χώρα, ενώ ο εραστής της, ο αστυνόμος Ζάρκοβιτς, θεωρούνταν ύποπτος για τον φόνο δύο συναδέλφων του. Ο Ντίλινγκερ ήταν στο μεταξύ επικηρυγμένος για χίλια δολάρια σε πέντε διαφορετικές πολιτείες. Μια εκδοχή θέλει τον Ντίλινγκερ να μετακομίζει στο σπίτι της Σέιτζ στις 4 Ιουλίου και να μη βγαίνει παρά μόνο το βράδυ του Σαββάτου της 22ας Ιουλίου, για να βρεθεί νεκρός με τέσσερις σφαίρες πίσω από το θέατρο Μπίογκραφ, δύο βήματα απ το διαμέρισμα της Σέιτζ. Είναι ιδιαίτερα περίεργο το γεγονός ότι τόσα χρόνια μετά το θάνατο του Ντίλινγκερ δεν έχουν γίνει ακόμα γνωστές οι ακριβείς συνθήκες της δολοφονίας του και τα πρόσωπα που συμμετείχαν σε αυτή.

Πάρα πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, ενώ πολλοί επιμένουν (χρησιμοποιώντας αρκετά λογικά επιχειρήματα) πως ο Ντίλινγκερ δεν πέθανε στις 22 Ιουλίου του 1934, αλλά επρόκειτο απλώς για μια στημένη ιστορία του FBI, που έπρεπε κάπως να περισώσει το όποιο γόητρο του είχε απομείνει.
Πάντως, ο 31χρονος Τζον Ντίλινγκερ τάφηκε στις 25 Ιουλίου στο νεκροταφείο του Κράουν Χιλ, έξω από την Ινδιανάπολη. Λίγες μέρες αργότερα, οι αρχές ξανάνοιξαν τον τάφο του για να ρίξουν ένα μείγμα από τσιμέντο και συρματόπλεγμα πάνω από το φέρετρο, προκειμένου να το προφυλάξουν από τυχόν επιθέσεις φανατικών που υποστήριζαν ότι ο «υπ΄ αριθμόν ένα δημόσιος κίνδυνος» έπρεπε να παραμείνει άταφος... 









Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια αναγνωστών