Συνεχίζοντας στο κεφάλαιο της λαϊκής
μας παράδοσης, θα αναφερθούμε σήμερα στον τρόπο με τον οποίο ο ελληνικός λαός εξέφραζε
την πίστη του στο Θεό και στους Αγίους της εκκλησίας, μέσα από τους θρύλους και
τα διηγήματα της λαϊκής μας παράδοσης.
Η λαϊκή παράδοση
- Συμπυκνώνει την πείρα αιώνων σ όλους
τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
- Με την ιστορική μνήμη αποφεύγουμε
σφάλματα και λαθεμένες αποφάσεις για το μέλλον.
- Αποτελεί συνδετικό κρίκο, που ενώνει
τις παλιές γενιές με τις νέες. Είναι δηλαδή η ζωντανή παρουσία του παρελθόντος.
- Προστατεύει τον πολιτιστικό πλούτο
του παρελθόντος, που εκφράζει την εθνική συνείδηση μιας εποχής στους διάφορους
τομείς (εθνικό, ιστορικό, θρησκευτικό, καλλιτεχνικό, γλωσσικό, οικιστικό).
- Συντελεί στη διατήρηση της εθνικής
ταυτότητας, της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας ενός λαού.
- Οδηγεί στην εθνική αυτογνωσία (γνώση
εθνικών αρετών και ελαττωμάτων).
- Ενισχύει την εθνική ενότητα, γιατί
ενθαρρύνει, προτρέπει ή αποτρέπει.
- Ιδιαίτερα, η εθνική παράδοση εμπνέει
το σεβασμό και την πίστη στα μεγάλα ιδανικά (αγάπη προς την πατρίδα, την
ελευθερία, τη θρησκεία, τη δικαιοσύνη, τη δημοκρατία) και τις αξίες.
- Προσφέρει παραδείγματα και πρότυπα
για μίμηση: αιώνια ιδανικά, αναλλοίωτες ηθικές αξίες, που δοκιμάστηκαν και
επέζησαν στο πέρασμα του χρόνου.
- Ενισχύει το πνεύμα της
συλλογικότητας, της συνεργασίας και της αλληλεγγύης.
- Αποτελεί πηγή έμπνευσης και
δημιουργίας, ιδιαίτερα η λαϊκή παράδοση (ζωγραφική, αρχιτεκτονική, μουσική,
ποίηση, κλπ.).
- Καλλιεργεί στους νέους το πνεύμα
της άμιλλας προς τα πρότυπα του παρελθόντος.
- Καλλιεργεί ηθικά, πνευματικά και
πολιτιστικά τον άνθρωπο.
- Καλλιεργεί την εθνική περηφάνια.
«Σβήνοντας κανείς ένα κομμάτι από το παρελθόν είναι σαν να σβήνει και
ένα αντίστοιχο κομμάτι από το μέλλον», λέει ο Σεφέρης.
Μέσα στη λαϊκή του παράδοση, είχε ενσωματώσει ο λαός από την εποχή της άλωσης της Κωνσταντινούπολης την πίστη του, εκφράζοντας μέσα από αυτήν τους καημούς, και τους πόθους του για την πατρίδα και το έθνος.
Όπως είδαμε και από προηγούμενο άρθρο μας αναφερόμενοι στην Αγ. Σοφία
που θα βρείτε ΕΔΩ,
ο λαός την εποχή εκείνη αμέσως μετά την άλωση που
προηγήθηκε μιας παρακμής στα ήθη και την πίστη και η οποία οδήγησε στην άρνηση
να πολεμήσει για την ελευθερία του με τη βοήθεια των διεφθαρμένων αρχόντων του
Πέραν και του τότε Πατριάρχη οι οποίοι έδωσαν γη και ύδωρ στο Μωάμεθ καλώντας
τον να μην εγκαταλείψει την πολιορκία, βλέπομε μια απότομη μεταστροφή και
επαναφορά του απλού λαού στην πίστη του Θεού και της Παναγίας, αμέσως μετά την
άλωση της Πόλης και την υποδούλωση στους Οθωμανούς.
Πριν
από αυτήν μεν τα περί του μέλλοντος μαντεύματα ήταν απαίσια και προανήγγελλαν
όλεθρο και καταστροφές, μετά δε την άλωση, εντελώς αντίθετα διαδίδονται, που
μαρτυρούσαν μεταβολή του φρονήματος του έθνους και επιστροφή στην πίστη.
Ενώ
πριν από την άλωση κυκλοφορούσαν χρησμοί περί της επικείμενης καταστροφής,
αμέσως όμως μετά από την άλωση, εγεννήθηκαν αισιόδοξες για το μέλλον και την
τύχη του έθνους ελπίδες και ριζώθηκε η πεποίθηση στον ελληνικό λαό ότι
αναπόφευκτα, με το σπαθί θα ανακτήσει την δια του σπαθιού αρπαχθείσα από τον
εχθρό πατρική κληρονομιά.
Μεταξύ
των πολυάριθμων θρήνων για την άλωση της Κωνσταντινούπολης, που συντάχτηκαν
αμέσως μετά την καταστροφή, διακρίνονται τα δημοτικά τραγούδια, διότι μόνο αυτά
εκφράζουν με βαθιά απλότητα, συναίσθημα εγκαρτέρησης προς τα μεγάλα εθνικά
δεινά και βέβαια την ελπίδα του υποδουλωμένου έθνους περί ελευθερίας και ανόρθωση.
Μέσα
από τους χρονικογράφους της εποχής Φραντζή και Δούκα περιγράφεται ανάγλυφα η
στάση του λαού αλλά και των αρχόντων του Βυζαντίου, πριν και μετά την άλωση.
Η
ηττοπάθεια και η μοιρολατρία του πριν και η επίκληση της πίστης και της
Παναγίας στην ποθούμενη πια απελευθέρωση του έθνους, μέσα από τα δημοτικά
τραγούδια και τους θρύλους που ήρθαν να εκφράσουν τους πόθους και το λαϊκό
αίσθημα για την αναγέννηση.
Και τα βέπομε αυτά ανάγλυφα, μέσα από το
δημοτικό τραγούδι της Αγ. Σοφιάς, το θρύλο του Μαρμαρωμένου βασιλιά, το θρύλο
για τα τηγανισμένα ψάρια και άλλες εκφράσεις της λαϊκής μούσας.
Η
θρησκευτική παράδοση λειτουργεί ως συνδετικός δεσμός που ενώνει την πίστη με τη
λαϊκή κουλτούρα, ως ένα κοινό ήθος και βίωμα. Η λαϊκή κουλτούρα, εξάλλου,
συνδέεται άρρηκτα με το θρησκευτικό στοιχείο. Έτσι, τούτο το τελευταίο προσφέρει
πλούσια ποιητική τροφή.
Δομείται
ένα νέο εκφραστικό μέσο προκειμένου οι δημιουργοί να εκθέσουν τους δικούς τους
-σύγχρονους μα συνάμα με την ενεργητικότητα της διαχρονικότητας-
προβληματισμούς. Άλλωστε, το θρησκευτικό στοιχείο διατηρεί μέσα από την αιώνων
επιβίωση το δικό του ιδιαίτερο συναισθηματικό βάρος και δημιουργεί τους δικούς
του συνειρμούς στον αναγνώστη συντελώντας με δυναμισμό στην εικονοπλασία. Με τη
συμβολική του δύναμη, σε μια μεταμοντέρνα εκφραστική, γίνεται ένας άξονας μεταφοράς
μηνυμάτων και εικόνων.
Όπως η Ελληνική Μυθολογία, έτσι και τα βιβλικά σύμβολα σμιλεύτηκαν και αποτυπώθηκαν μέσα στη δημοτική μας παράδοση. Η λαϊκή μούσα δεν παύει να είναι φορέας των αξιών της κοινωνίας που την έπλασε και να εκφράζει με πολλούς τρόπους την ιστορικότητα, αλλά και τη θρησκευτικότητα αυτής της κοινωνίας.
Από τις "Παραδόσεις του ελληνικού λαού" του Νικ. Πολίτη που εκδόθηκαν το 1904 και αποτελούν σήμερα σπάνια έκδοση που μπορεί να βρει κανείς σε δημοτικές βιβλιοθήκες ή πανεπιστημιακές εκδόσεις, παραθέτομε πιο κάτω σε μορφή pdf απόσπασμα, από τις ενότητες "Ο Χριστός και τα πάθη του", "Άγιοι" και "Εκκλησίες".
Και
όπως η Τέχνη μεταχειρίζεται κάθε υλικό και θέμα προκειμένου να μεταφέρει ένα
μήνυμα, έτσι και η λαϊκή παράδοση βρήκε έναν πλούτο υλικών στη θρησκευτική
παράδοση του τόπου, είτε ως ορολογία είτε ως αναφορές.
Μερικά
άλλα παραδείγματα λαϊκής έκφρασης στη θρησκευτική παράδοση του λαού της
ελληνικής υπαίθρου, συναντάμε σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας, όπως τα
παρακάτω.
ΠΑΣΧΑΛΟΓΙΟΡΤΑ
Ήρθαν τα Παχαλόγιορτα, ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη.
Ήρθε κι η Λαμπροκυριακή με το Χριστός Ανέστη.
Στολίζουν μάνες τα παιδιά κι οι αδερφές τα’ αδέρφια.
Μάνα το γιόκα στόλιζε, γιο και θυγατέρα.
Το γιο βάζει στα κόκκινα, τη θυγατέρα στ’ άσπρα
κι αυτή στα καταγάλαζα σα γριά γυναίκα που’ ταν.
Κίν(η)σαν να παν στην εκκλησιά, πάνε να μεταλάβουν.
Και σαν τους είδε η εκκλησιά, τα κεραμίδια ρίχνει.
Γυρίζει η μάνα, λέει, το γιόκα της ρωτάει.
-Γιε μου τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος;
-Θυμάσαι μάνα μ’ τα Πασχαλόγιορτα, τις (ε)πίσημες τις μέρες,
που όλοι δέναν τους μαύρους τους από μηλιάς κλωνάρι;
Εγώ το μαύρο μ’ έδεσα από ξανθής μαλλάκια
και κόρη ξανθή εφίλησα μέσα από τον Άδη.
Ήρθαν τα Παχαλόγιορτα, ήρθε η Μεγάλη Πέμπτη.
Ήρθε κι η Λαμπροκυριακή με το Χριστός Ανέστη.
Στολίζουν μάνες τα παιδιά κι οι αδερφές τα’ αδέρφια.
Μάνα το γιόκα στόλιζε, γιο και θυγατέρα.
Το γιο βάζει στα κόκκινα, τη θυγατέρα στ’ άσπρα
κι αυτή στα καταγάλαζα σα γριά γυναίκα που’ ταν.
Κίν(η)σαν να παν στην εκκλησιά, πάνε να μεταλάβουν.
Και σαν τους είδε η εκκλησιά, τα κεραμίδια ρίχνει.
Γυρίζει η μάνα, λέει, το γιόκα της ρωτάει.
-Γιε μου τι κρίμα έκανες κι είσαι κριματισμένος;
-Θυμάσαι μάνα μ’ τα Πασχαλόγιορτα, τις (ε)πίσημες τις μέρες,
που όλοι δέναν τους μαύρους τους από μηλιάς κλωνάρι;
Εγώ το μαύρο μ’ έδεσα από ξανθής μαλλάκια
και κόρη ξανθή εφίλησα μέσα από τον Άδη.
ΠΑΠΑ, ΣΟΥ ΚΟΒΩ ΤΑ ΜΑΛΛΙΑ
-Πού
ήσουν, περιστερούλα μου, τόσον καιρό που λείπεις;
-Πήγα να μάσω λάχανα στα κλέφτικα λημέρια,
κι οι κλέφτες μας αγνάντεψαν από ψηλή ραχούλα:
-Κοράσια μαυρομάτικα, για κοντοκαρτερείτε
κάτι να σας ρωτήσουμε, κάτι για να σας ειπούμε.
Μην είναι κλέφτες στο χωριό, μην είναι κι Αρβανίτες;
-Πού ξέρω, καπετάνιε μου, κι αν είναι κι αν δεν είναι;
Θαρρώ είναι δυο, τρεις, τέσσερεις καί κάνουν τον ασίκη.
-Ποιός δω γλυκό κρασί, έχει όμορφο κοράσι;
-Παπάς έχει γλυκό κρασί, όμορφο κοράσι.
Επήγαν καί κονέψανε μες στου παπά το σπίτι.
-Παπά, ψωμί, παπά, κρασί να πιουν τα παλικάρια,
παπά, τη θυγατέρα σου, τη θέλει ο καπετάνιος.
-Εμένα η θυγατέρα μου λείπει στο μοναστήρι,
για να γενεί καλόγρια, ν’ αγιάσει την ψυχή της.
-Παπά, σου κόβω τα μαλλιά, σου κόβω καί τα γένια!
Επήγε καί την έφερε, περδικα πλουμισμένη.
-Πήγα να μάσω λάχανα στα κλέφτικα λημέρια,
κι οι κλέφτες μας αγνάντεψαν από ψηλή ραχούλα:
-Κοράσια μαυρομάτικα, για κοντοκαρτερείτε
κάτι να σας ρωτήσουμε, κάτι για να σας ειπούμε.
Μην είναι κλέφτες στο χωριό, μην είναι κι Αρβανίτες;
-Πού ξέρω, καπετάνιε μου, κι αν είναι κι αν δεν είναι;
Θαρρώ είναι δυο, τρεις, τέσσερεις καί κάνουν τον ασίκη.
-Ποιός δω γλυκό κρασί, έχει όμορφο κοράσι;
-Παπάς έχει γλυκό κρασί, όμορφο κοράσι.
Επήγαν καί κονέψανε μες στου παπά το σπίτι.
-Παπά, ψωμί, παπά, κρασί να πιουν τα παλικάρια,
παπά, τη θυγατέρα σου, τη θέλει ο καπετάνιος.
-Εμένα η θυγατέρα μου λείπει στο μοναστήρι,
για να γενεί καλόγρια, ν’ αγιάσει την ψυχή της.
-Παπά, σου κόβω τα μαλλιά, σου κόβω καί τα γένια!
Επήγε καί την έφερε, περδικα πλουμισμένη.
Η ΚΟΡΗ ΤΟΥ ΠΑΠΑ
Ένα
κομμάτι σύγνεφο κ’ ένα κομμάτι αντάρα-
κι ουδέ κομμάτι σύγνεφο, κι ουδέ κομμάτι αντάρα,
μόν’ είναι η κόρη του παπά, πού ‘ρχετ’ από τ’ αμπέλι’
βαστά τα μήλα στην ποδιά, τα ρόιδα στο μαντίλι.
Άγουρο συναπάντησε καί της γυρεύει μήλα.
-Πάρε τα μήλα που βαστώ, τα ρόιδα που βαστάω.
-Δε θέλω γω τα μήλα σου τα τσαλαπατημένα,
μόν’ θέλω γω του κόρφου σου τα μοσκομυρισμένα.
κι ουδέ κομμάτι σύγνεφο, κι ουδέ κομμάτι αντάρα,
μόν’ είναι η κόρη του παπά, πού ‘ρχετ’ από τ’ αμπέλι’
βαστά τα μήλα στην ποδιά, τα ρόιδα στο μαντίλι.
Άγουρο συναπάντησε καί της γυρεύει μήλα.
-Πάρε τα μήλα που βαστώ, τα ρόιδα που βαστάω.
-Δε θέλω γω τα μήλα σου τα τσαλαπατημένα,
μόν’ θέλω γω του κόρφου σου τα μοσκομυρισμένα.
Βυζαντινός Αντίλαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια αναγνωστών