Συνεχίζοντας το σεργιάνισμα
στον όμορφο παραμυθένιο κόσμο των παιδικών παιχνιδιών μια άλλης εποχής, που αρχίσαμε
σε προηγούμενο άρθρο μας που θα βρείτε ΕΔΩ,
Θα περάσομε σήμερα από τα μαστοροχώρια του παιδικού
μας μυθόκοσμου, μιας παιδικής ηλικίας που μας έμαθε να ζούμε και να γελάμε, χωρίς
την ανάγκη του χρήματος, αλλά με την ενέργεια που μας έδινε η δύναμη της αυτοπεποίθησης
και η ικανοποίηση της δημιουργίας.
Ξεκινώντας την αναφορά μας
στα παιχνίδια που απαιτούσαν την κατασκευαστική δυνότητα των παιδιών, να
εξηγήσομε ότι την κατασκευή στην αρχή, αναλάμβανε ο πατέρας, ή ο μεγάλος
αδελφός, με τη βοήθεια πάντα του παιδιού. Το παιχνίδι όμως, έπαιρνε αξία στο
χρηματιστήριο της καρδιάς μας, μόνο όταν καταφέρναμε να το φτιάξομε οι ίδιοι
μόνοι μας.Αυτό το παιχνίδι αγαπούσαμε, με αυτό παίζαμε με ιδιαίτερη αγάπη και αυταρέσκεια.
Πρόκειται για τα παιχνίδια
που έφτιαχναν μόνα τους τα παιδιά λοιπόν, ή που επινοούσαν ως αντικείμενα
παιχνιδιού, πράγματα που προοριζόταν για άλλες χρήσεις, όπως για παράδειγμα, το
παλιό στεφάνι της ρόδας του ποδηλάτου, το παλιό λάστιχο ενός μηχανακιού κλπ, όπως
θα δούμε παρακάτω.
Έτσι, λοιπόν, στις αρχές
της δεκαετίας του 1950 (κι’ ακόμα πιο πίσω) ήταν άγνωστες οι παιγνιδο-βιομηχανίες και τα λίγα χειροποίητα παιχνίδια
που κυκλοφορούσαν, ήταν φτιαγμένα από ξύλο, περιορισμένης ποσότητας,
ανεπαρκούς
διαφορετικότητας και απευθυνόταν σε μικρές, ως συνήθως, ηλικίες.
Εάν προσθέσει δε κανείς
και την ανύπαρκτη σχεδόν οικογενειακή οικονομία, τότε μόνον θα αντιληφθεί γιατί
τα παιδιά, είχαν αναπτύξει την επινοητικότητα της κατασκευής παιχνιδιών.
Κάποια από τα παιχνίδια
αυτά, θα προσπαθήσομε να αποτυπώσομε στη συνέχεια του δημοσιεύματος μας.
Το παρακάτω βίντεο που συνθέσαμε απο το φωτογραφικό υλικό του δημοσιεύματος, είναι αφιερωμένο σε όλα τα "μεγάλα παιδιά", που κάποτε ζήσαμε, παίξαμε και χαρήκαμε τον όμορφο κόσμο του παλιού παιχνιδιού.
Μαντούρες (καλαμένια
φλογέρα)
Τις εποχές που μας
πιάνανε... καλλιτεχνικές ανησυχίες φτιάχναμε μαντούρες απο καλάμια και
προσπαθούσαμε να εκφραστούμε μουσικώς!
Κόβαμε λοιπόν καλάμια, καθαρίζαμε καλά ενα κομμάτι και περνούσαμε αμέσως στην δυσκολότερη φάση της κατασκευής που ήτανε η γλώσσα.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν ένα "σφαλιχταράκι" (μικρό μαχαίρι που "σφάλιζε" - έκλεινε) για να κόψουμε τα καλάμια, να ανοίξουμε τις τρύπες και να κόψουμε τη γλώσσα. Το σπουδαιότερο όμως σημείο της εργασίας, ήταν το ξύσιμο της γλώσσας της μαντούρας, για να την κάνουμε όσο το δυνατόν λεπτότερη έτσι ώστε με το φύσημα να πάλλετε και να δημιουργεί τον ήχο. Όλη η τέχνη της κατασκευής, ήταν εκεί. Από την ευκαμψία της γλώσσας, το μήκος και το πλάτος της, αλλά και τη διάμετρο του καλαμιού, εξαρτιόταν ο τόνος, η χροιά του ήχου αλλά και η ένταση που θα είχε ο ήχος της μαντούρας.
Τα καλοκαίρια με τους κήπους που έβαζαν οι γονείς μας, κατασκευάζαμε μαντούρες
και από τους κοντύλους της κολοκυθιάς. Αυτές βέβαια, είχαν ημερομηνία λήξης,
αφού μετά από μία με δυο το πολύ μέρες, μαρανόταν ο κόντυλας της κολοκύθας και
έπαυε να παίζει.Κόβαμε λοιπόν καλάμια, καθαρίζαμε καλά ενα κομμάτι και περνούσαμε αμέσως στην δυσκολότερη φάση της κατασκευής που ήτανε η γλώσσα.
Τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαμε ήταν ένα "σφαλιχταράκι" (μικρό μαχαίρι που "σφάλιζε" - έκλεινε) για να κόψουμε τα καλάμια, να ανοίξουμε τις τρύπες και να κόψουμε τη γλώσσα. Το σπουδαιότερο όμως σημείο της εργασίας, ήταν το ξύσιμο της γλώσσας της μαντούρας, για να την κάνουμε όσο το δυνατόν λεπτότερη έτσι ώστε με το φύσημα να πάλλετε και να δημιουργεί τον ήχο. Όλη η τέχνη της κατασκευής, ήταν εκεί. Από την ευκαμψία της γλώσσας, το μήκος και το πλάτος της, αλλά και τη διάμετρο του καλαμιού, εξαρτιόταν ο τόνος, η χροιά του ήχου αλλά και η ένταση που θα είχε ο ήχος της μαντούρας.
Κόντυλα, λέμε το σωληνοειδές κομμάτι που ενώνει το φύλο της κολοκύθας, με τη ρίζα. Το κόβαμε με τρόπο που να μένει καλυμμένο το πίσω μέρος, ενώ από μπροστά ήταν ανοιχτό. Γλώσσα δεν χρειαζόταν, πέρα από μια κάθετη τομή στο πίσω κλειστό μέρος από όπου φυσάγαμε, γύρω στα δυο εκατοστα.
Δεν είχει όμως ούτε τη γλυκιά μελωδία της καλαμένιας μαντούρας, αλλά ο ήχος της έμοιαζε με τον ήχο άτεχνου σαξοφωνίστα.
Το πατίνι
Η δυσκολία ήταν να βρεθούν
τα ρουλεμάν. Απο κεί και πέρα αναλάμβανε η δημιουργική φαντασία και ο ζήλος του
παιδιού για το τελικό αποτέλεσμα. Ήταν οι ειδικοί, που βοηθούσαν στην δύσκολη
αυτή κατασκευή.
Αγαπημένες πίστες ήταν οι ασφαλτοστρωμένοι
δρόμοι και οι πλατείες με ελαφρά κατηφόρα.
Δύσκολα μπορεί να ξεχάσει
κανείς την "τραβάγια" που έκαναν τα πατίνια στο κατήφορο. Το ελάττωμα
της κατασκυής, ήταν ότι μοναδικό φρένο, ήταν το πόδι μας. Οπότε, δεν ήταν λίγες
οι φορές που μην μπορώντας να σταματήσομε σε μια κατηφόρα εφ όσον μας είχε
συνεπάρει ο ζήλος της ταχύτητας, πολλές φορές κάναμε «αναγκαστική προσγείωση»
σε κανένα φουντερό θάμνο, ή σε καμιά μπουμπουλιά (βάτα), επιλέγοντας το πιο
μαλακό στρώμα για την προσγείωση.
Το τσουρί
Το τσουρί, απαιτούσε
ιδιαίτερη καλλιτεχνική φροντίδα, αφού οι ρόδες και το τιμόνι, κατασκευαζόταν
από χοντρό σύρμα, που έπρεπε να είναι τέλειοι κύκλοι και πολύ δυνατά δεμένες οι
άκρες, με λεπτό σύρμα που σφίγγαμε με τανάλια.
Ο κορμός, το «σασί», ήταν
ένα καλάμι χοντρό και ξερό που καθαρίζαμε από τα φύλλα, με ένα κοφτερό
μαχαιράκι. Το χαράζαμε στην άκρη που θα έμπαιναν οι ρόδες και ανοίγαμε μια
μικρή τρύπα στην άλλη άκρη, για να μπεί το τιμόνι. Προσθέταμε και ένα λεβιέ ταχυτήτων
με ένα κομμάτι διπλωμένο σύρμα, πολλές φορές για να κάνομε βόλτα τις κούκλες
των κοριτσιών, προσθέταμε και μια κατασκευή με δικά της ροδάκια λίγο πίσω από
τις ρόδες και ήταν η καρότσα του μεταφορικού μέσου. Οι πιο φανατικοί, πρόσθεταν
και μια κόρνα δίπλα στον λεβιέ ταχυτήτων.
Το μόνο που έλειπε από το
μοντέλο, ήταν τα φώτα για νυχτερινή οδήγηση, αλλά ούτως ή άλλως μόλις έπεφτε η
νύχτα, οι μαμάδες μας μάζευαν για την καθιερωμένη αποσπερίδα της γειτονιάς, ή
για να φάμε.
Τσουρί μικρό με μπανέλα οδηγό
Το τσουρί αυτό, χρειαζόταν
μία ρόδα από καροτσάκι μωρού, που όλο και σε κάποιο σπίτι θα βρίσκαμε ένα παλιό
άχρηστο καροτσάκι και μια μεγάλη μπανέλα από χοντρό σύρμα, όσο το δυνατό πιο
δύσκαμπτο, που στην άκρη λυγίζαμε και μετά φτιάχναμε ένα ημικύκλιο σαν
μαγκούρα, που έδινε την ώθηση στο τσουρί μας.
Απαιτούσε βέβαια και μια
σχετική προπόνηση στην αρχή, για να μπορούμε να ισοροπούμε και να οδηγούμε
σωστά το τσουρί μας.
Η ρόδα
Μια ρόδα από μηχανάκι, το
εξωτερικό λάστιχο βέβαια, ήταν το μοναδικό που χρειαζόμασταν για το παιχνίδι
μας. Της δίναμε σφαλιάρες με το χέρι και την οδηγούσαμε με αγαπημένες πίστες
τις ελαφρές κατηφόρες, αλλά και τον ίσιο δρόμο. Οι ανηφόρες, δύσκολα έβγαιναν.
Σφεντόνα ή Χαρχάλα
Εδώ, την πλήρωναν τα
τζάμια της γειτονιάς, αλλά δεν μας έλειπαν και τα καρούμπαλα από τις πετριές
που τρώγαμε από αδέσποτες βολές.
Στήναμε τενεκάκια στο
δρόμο και κάναμε αγώνες σκοποβολής, αλλά πολλές φορές την πλήρωναν και τα
καημένα τα γατάκια της γειτονιάς, που έτρωγαν την «πετρέ» και όπου φύγει φύγει.
Η χαρχάλα κατασκευαζόταν
από ένα διχάλι ελιάς κατά προτίμηση αφου είχε το πιο ανθεντικό και γερό ξύλο.
Αφού το κόβαμε και το καθαρίζαμε σε σχήμα Υ, κόβαμε από σαμπρέλα ποδηλάτου ή
αυτοκινήτου δυο λουρίδες λάστιχο και τις δέναμε στις δυο κορυφές του ξύλου, με
λεπτότερες λουρίδες, που τυλίγαμε δυνατά γύρω γύρω.
Τότε, οι σαμπρέλες ήταν
καλής ποιότητας λάστιχο και είχαν τεράστια ελαστικότητα και δύναμη στην
εκτόξευση, γιατί αργότερα κατασκευαζόταν από μίγμα λάστιχου με πλαστικό και δεν
είχαν παρά ελάχιστη ελαστικότητα.(Μάλλον μας πήραν χαμπάρι οι βιομηχανίες και
μας σαμπόταραν την παραγωγή)…
Τα δύο λάστιχα, τα
περνάγαμε από τις άκρες σε ένα κομμάτι δέρμα τρυπημένο κατάλληλα για να περνάνε
και τις δέναμε δυνατά με λαστιχίδες.
Λαστιχίδες λέγαμε τις πολύ
λεπτές λουρίδες που κόβαμε από τη σαμπρέλα, με τις οποίες δέναμε τα λάστιχα με
το ξύλο και με το δέρμα.
Καλαμοπίστολο
Την κατασκευή του,
χρησιμοποιούσαμε ένα καλάμι όσο το δυνατό ανθεκτικό και ξερό. Το κόβαμε στην
μια άκρη οριζόντια στη μέση γύρω στους 10-15 πόντους, για να δημιουργήσομε το
έλασμα εκτόξευσης.
Κόβαμε ένα κομμάτι ξύλο
γύρω στους 10 πόντους, που σφηνώναμε ανάμεσα στις σιαγώνες που είχαμε
δημιουργήσει με την τομή, για να τις κρατάει ανοιχτές. Στην άκρη του μικρού
ξύλου, δέναμε ένα σπάγκο, που ερχόταν μέχρι την άλλη άκρη του καλαμιού, απ όπου
το κρατούσαμε. Τραβάγαμε το σπάγκο και το όπλο μας «εκπυρσοκροτούσε». Φεύγοντας
με το τράβηγμα το μικρό ξύλο, έκλεινα με δύναμη οι σιαγώνες και έκαναν το
«μπάμ».
Ήταν επομένως, ένα πιστόλι κρότου, αφού έριχνε αβολίδωτα.
Ήταν επομένως, ένα πιστόλι κρότου, αφού έριχνε αβολίδωτα.
Αεροπλανάκια χάρτινα
Τα χάρτινα αεροπλανάκια,
είχαν κι αυτά τη δική τους ιστορία και φτιάχνονται μέχρι και σήμερα από τα
παιδια. Φτιάχναμε αεροπλανάκια κάθε μοντέλου και σχήματος, αλλά έπρεπε να
προσέχομε πάντα την αεροδυναμική τους σχεδίαση, προκειμένου να κάνουν
επιτυχημένες και μακρυνές πτήσεις, αλλά και να προσγειώνονται ομαλά και όχι να
πέφτουν σαν στούκας.
Βαρκούλα χάρτινη
Στην ίδια κατηγορία με τα
αεροπλανάκια, ήταν και οι βαρκούλες, με διάφορα κι αυτές σχέδια και μοντέλα. Το
καλοκαίρι στα μπανια, είχαν την τιμητική τους, αφού συναγωνιζόμασταν τα παιδιά,
ποιανού η βάρκα θα κάνει το μεγαλύτερο ταξίδι, αντέχοντας στα κύματα.
Πολλές φορές, βάζαμε και
κατάρτι με πανιά, από ένα χαρτί που κόβαμε σε σχήμα τρίγωνου και το κολλάγαμε
πάνω σε ένα καλαμάκι.
Βαρκούλα από φλοιό πεύκου
Εδώ, την πλήρωναν τα πεύκα
από τις πλατείες, αλλά και το γέρικο πεύκο που είχαμε στην αυλή του σχολείου,
το οποίο έπεσε στην πορεία, υπερ πίστεως της ασφαλτόστρωσης της αυλής.
Κόβαμε ένα παχύ κομμάτι
φλοιού που ήταν μαλακό σαν φελός και με ένα κοφτερό μαχαιράκι, το κόβαμε γύρω
γύρω σε σχήμα οβάλ, σαν βάρκα. Μετά, το «ξεκουφίζαμε» στην πάνω του μερια,
αφαιρούσαμε δηλαδή σιγά σιγά κομματάκια, κάνοντας λάκο στην πάνω μεριά, όπως
είναι η βάρκα.
Προσθέταμε και ένα κατάρτι
και ήταν έτοιμη η γαλέρα να αρμενίσει τα πέλαγα.
Φακαρόλα
Το πλέξιμο γινόταν όπως φαίνεται στη φωτογραφία, αλλά στη θέση της κατασκευής της φωτό, χρησιμοποιούσαμε το καρούλι.
Με ένα καρούλι από τα
παλιά τα ξύλινα και τέσσερα καρφάκια, φτιάχναμε τη δική μας πλεκτομηχανή, ικανή
να δημιουργήσει πανικό και οικονομικό όλεθρο στις βιομηχανίες ραπτομηχανών, σε
Ευρώπη και Αμερική.
Στην πάνω μεριά του
καρουλιού, καρφώναμε με απόλυτη συμμετρία γύρω από την τρύπα, τα τέσσερα
καρφάκια, φροντίζοντας να κόψομε μετά με κοφτάκι, τα κεφάλια των καρφιών, για
να περνά το νήμα και να μην αγκυλώνουν.
Παίρναμε από το σπίτι
κομμάτια από τα νήματα που μας έπλεκε η μαμά τις χειμερινές μπλούζες. Κατά
προτίμηση, διαλέγαμε πολύχρωμα νήματα και όταν δεν βρίσκαμε, ενώναμε διάφορα
χρώματα κατά μήκος μεταξύ τους.
Με την κατάλληλη τεχνική,
περνούσαμε τα νήματα και άρχιζε το πλέξιμο της φακαρόλας με τη βοήθεια ενός
τσιμπιδακιού μαύρου από αυτά που χρησιμοποιούσαν οι γυναίκες για την κόμωση.
Το αποτέλεσμα ήταν ένα
σχοινί ομορφοπλεγμένο και πολύχρωμο, που έβγαινε από την κάτω μεριά του
καρουλιού και μεγάλωνε, όσο συνεχιζόταν η εργασία του πλεξίματος.
Αφού φτιάχναμε αρκετά
μέτρα φακαρόλας, τα τυλιγαμε σε σήμα φιδιου από το κέντρο προς την περιφέρεια
και βάζαμε τις μανάδες μας να μας τα κολλήσουν με ραφή.
Έβγαιναν έτσι μεγάλα,
μεγαλύτερα και μικρότερα χαλάκια, πολύχρωμα και ιδιαίτερης τέχνης και ομορφιάς.
Βάζοντας και ένα κομμάτι
ύφασμα στη μια μεριά και ράβοντας το γύρω γύρω, το γεμίζαμε και με βαμβάκι ή
κουρέλια και είχαμε έτοιμα τα πιο όμορφα μαξιλαράκια του κόσμου.
Μπουζούκι ξύλινο (από κλαδί βαγιού)
Στην αυλή του σχολείου,
ακόμα υπάρχει ο αιωνόβιο βαγί που τώρα ξεπερνά τα 10 μέτρα ύψος. Μαζεύαμε
μικρά τα κλαδιά που έπεφταν και κόβαμε το χοντρό κομάτι, από το ποίο κρατούσε
στον κορμό μέχρι να πέσει. Του αφήναμε ένα μέρος από το λεπτό κλώνο,προκειμένου
να μπουν στην άκρη οι βίδες και να γίνουν τα τάστα του οργάνου.
Το χοντρό μέρος, το λειαίναμε
στην άκρη για να είναι στρογγυλο και μετά άρχιζε η επίπονη εργασία. Το
«ξεκουφίζαμε», αφαιρώντας ψίχα, μέχρι να δημιουργήσομε το τύμπανο, το κενό που
θα παρήγαγε την αντίχηση.
Καρφώναμε μετά στην άκρη
του χοντρού μέρους τέσσερις πρόκες και άλλες τέσσερις βίδες σε σχήμα γάμα, στην
άλλη άκρη, εκει που βρίσκονται οι σφυχτήρες του μπουζουκιού.
Περνάγαμε τις χορδές, από
λεπτό σύρμα, που αν είχαμε τη δυνατότητα βάζαμε διαφόρων διαμετρημάτων, το
τεντώναμε καλά από τις βίδες και είμαστε έτοιμοι για να δώσομε τη συναυλία μας
στην αποσπερίδα της γειτονιάς το βράδυ, με τους γονείς και τους παππούδες να
διαμαρτύρονται για τα φάλτσα και την κακοφωνία μας.
Ο αστρολόγος
Ήταν μια ιδιαίτερη
κατασκευή από χαρτί, που τοποθετημένο στα δάκτυλα των δυο χεριών, άνοιγε κι
έκλεινε σε σχήμα σταυρού και στις εσωτερικές πλευρές, γράφαμε διάφορα δικά μας,
είτε την τύχη και την αστρολογία, είτε συμβουλές, είτε προτροπές.
Μετά, ήρθαν και τα
παιχνίδια που ήταν μεν αγοραστά, αλλά πολύ μικρής αξίας, ήταν είτε ομαδικά είτε
παιχνίδια δεξιοτεχνίας και κάποια από αυτά, αγαπήθηκαν και άφησαν τη δική τους
σφραγίδα στην εποχή των παιδικών μας χρόνων.
Μερικά απο τα πιο
χαρακτηριστικά, ήταν
Η Σβούρα για τζογαδόρους
Ήταν μια σβούρα με πλευρές
στον κορμό της, πλαστική, που σε κάθε πλευρά έγραφε και μια εντολή. «Πάρτα
όλα», «Βάλε δύο», «βάλε ένα», «πάρε δύο», κλπ.
Τη ρίχναμε και τζογάραμε
είτε με πετραδάκια, είτε με βόλους, είτε με καραμέλες.
Η κλασική πολύχρωμη σβούρα
Η σβούρα είναι γνωστή από
την αρχαιότητα, στα αρχαία ελληνικά με το όνομα στρόβος.
Η σβούρα την οποία
περιστρέφει το ξετύλιγμα ενός σπάγκου, φτιαχνόταν από ξύλο και
ζωγραφίζονταν με χρώματα και σχέδια.
Ως σβούρα χρησιμοποιείται
και γίνεται παιχνίδι οτιδήποτε μπορεί και περιστρέφεται γύρω από κάποιον άξονά
του με τη βοήθεια των δαχτύλων του χεριού
Η σβούρα κατασκευαζόταν από ξύλο, ή πλαστικό. Συνήθως
ήταν ζωγραφισμένη με διάφορα χρώματα σε κυκλική διάταξη, που έδιναν με την ταχύτητα
της κίνησης μια όμορφη πανδαισία εναλλαγής χρωμάτων.
Το τάκα τάκα
Το τάκα τάκα, είχε φέρει
μια επιδημία σε μικρούς και μεγαλύτερους φαν της εποχής. Οι πιο εκπαιδευμένοι,
το κρατούσαμε και παίζοντας αδιάκοπα το πάνω-κάτω τάκα τάκα, κόβαμε βόλτες στις
αυλές και τους δρόμους, τρελαίνοντας από τη φασαρία τους μεγαλύτερους που
έπαιζαν την ξερή τους στα καφενεία και ήθελαν την ησυχία τους.
Ήταν η εποχή που κάποιοι
κακότεχνοι, συνεχώς ερχόταν στην παρέα με την παλάμη πρισμένη μέχρι πάνω, από
τους χτύπους που έτρωγαν από τις μπάλες του τάκα τάκα.
Ήταν όμως και οι πιο
έμπειροι που την πάθαιναν, γιατί στο δρόμο που παίζαμε το τάκα τάκα, κάποιο
πειραχτήρι μας φώναζε το όνομα μας, γυρνάγαμε να δούμε ποιος μας φωνάζει και
τρώγαμε το χτύπο στην πάνω μεριά του χεριού, αφού αποσπούσαμε την προσοχή μας.
Το γιο γιο
Μαζί με το τακα τακα, έδωσαν ένα ιδιαίτερο τόνο και άφησαν το στίγμα τους στην εποχή της παιδικής μας ηλικίας.
Στο γιο γιο, έπρεπε να
ακολουθείς το ρυθμό του παιχνιδιού και χρειαζόταν αυτοσυγκέντρωση, για να κρατάς
συνεχόμενο και αμείωτο το πάνω κάτω του παιχνιδιού.
Το γιογιό είναι γνωστό εδώ
και πολλούς αιώνες. Το παλαιότερο γιογιό που έχει βρεθεί χρονολογείται στα 500
π.Χ. και ήταν φτιαγμένο από ψημένο πηλό.
Για να το παίξει ο παίκτης
φτιάχνει στην μια άκρη του κορδονιού μία θηλιά και την περνάει στο μεσαίο του δάκτυλο,
ανάμεσα στην πρώτη και στην τρίτη φάλαγγα (δηλαδή στο μέσο του δακτύλου).
Μπορεί τότε να πετάξει
προς τα κάτω το γιογιό με μία ελαφρά κίνηση του καρπού. Όταν το πετάει πρέπει η παλάμη να
είναι προς τα επάνω. Όταν το γιογιό φτάσει στο τέλος του κορδονιού αρχίζει να
στριφογυρνάει στον άξονά του και λέμε ότι κάνει περιστροφή.
Όσο το σώμα του γιογιό γυρνάει στην άκρη του
κορδονιού, μπορεί ο παίχτης να πραγματοποιήσει διάφορες κινήσεις (κόλπα). Όταν
θέλει να το γυρίσει στο χέρι του απλά κάνει μια μικρή κίνηση με τον καρπό του
και το γιογιό επιστρέφει.
Τα τσίγκινα παιχνίδια
Ένα ξεχωριστό χρώμα στην
παιδική μας ηλικία άφησαν και τα τσίγκινα παιχνίδια, που ήταν κατασκευασμένα
από τεχνίτες καλλιτέχνες χειροποίητα και τα περισσότερα από αυτά ήταν κουρδιστά.
Τα τσίγκινα παιχνίδια με
τα οποία έπαιξαν, χάρηκαν και μεγάλωσαν γενιές και γενιές παιδιών, κατέληξαν να
κοσμούν μόνο τις βιτρίνες συλλεκτών. Παιχνίδια από επώνυμους και ανώνυμους
κατασκευαστές, τεχνίτες και μαστόρους. Πρόκειται για παιχνίδια φτιαγμένα από
τσίγκο, βαμμένα με αριστουργηματικό τρόπο, γεμάτα φαντασία, ευρηματικότητα,
ποικιλία χρωμάτων και μαστοριά.
Το 1960 ο τσίγκος
θεωρήθηκε επικίνδυνο υλικό και τα τσίγκινα παιχνίδια στην Ευρώπη και στην
Ελλάδα αντικαθίστανται σταδιακά από τα πλαστικά. Έτσι πολλές βιοτεχνίες
αναγκάστηκαν να κλείσουν, καθώς το κόστος των τσίγκινων παιχνιδιών ήταν
δυσβάσταχτο λόγω των πολλών φάσεων εργασίας και της δουλειάς που η περισσότερη γινόταν
με το χέρι.
Και εδώ, ο άρχοντας του
πετρελαίου επέβαλε το δικό του υλικό σαν πρώτη ύλη. Αν μπορούσε, θα μας επέβαλε
και το ίδιο το πετρέλαιο σαν παιχνίδι, να γλυτώσει και τα έξοδα της παραγωγής
του πλαστικού.
Κλείνοντας το θέμα μας
εδώ, θα παραμείνομε με την υπόσχεση να το συμπληρώνομε στο μέλλον, για την όσο
γίνεται πληρέστερη καταγραφή των παιχνιδιών, που άφησαν πίσω τους μια εποχή
αξέχαστη, με το δικό τους χρώμα στις παιδικές ψυχές και το άρωμα της προσωπικής
δημιουργίας, της ομαδικότητας και της ευγενούς άμιλλας, τότε που ακόμα υπήρχε ο
ξεχασμένος θεός της δημιουργικότητας και της
αυτοπεποίθησης, που ήταν συνυφασμένα μέσα στο ομαδικό πνεύμα, για να θυμηθούμε
και τον τίτλο του άρθρου.
Το πρώτο μέρος του δημοσιεύματος με τα ομαδικά παιχνίδια σεναρίου, θα τα βρείτε ΕΔΩ.
Το πρώτο μέρος του δημοσιεύματος με τα ομαδικά παιχνίδια σεναρίου, θα τα βρείτε ΕΔΩ.
Βυζαντινός Αντίλαλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σχόλια αναγνωστών