Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016

«Μυστικά άνθη». Κραυγές στην παρακμή του σήμερα


«Για να σωθεί η Ελλάδα
στους καιρούς τους ύστατους
θέλει έναν Καιάδα.
Γκρεμοτσακίστε τους!»
                                       Ν. Γκάτσος
                                                  «Δυστυχισμένοι Έλληνες. Αναθεματισμένοι κυβερνήτες»
                                                                                                                            Μακρυγιάννης


Ο Φώτης Κόντογλου, κατά κοινή ομολογία, είναι ένας από τους μεγάλους Δασκάλους του Γένους. Με όλο το λογοτεχνικό του έργο, άλλα και με την ίδια του τη ζωή, φωταγωγεί το νόημα της εθνικής και θρησκευτικής Παράδοσης των Ελλήνων.

Ότι προήλθε από τη γραφίδα του, δεν έχει μόνο αισθητική αξία, αλλά και χυμούς αγνά ελληνικούς. Τα κείμενά του και το συνταιριασμένο με το συγγραφικό του ύφος ήθος του βίου του είναι "πηγή ζωής" για μας, αλλά και για τις επόμενες γενεές.
Γι' αυτόν, μπορούμε να πούμε πως είναι μια μορφή πολύ κοντινή πνευματικά κι εφάμιλλη σε φεγγοβολή με το Μακρυγιάννη και τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Εντρυφώντας στο λόγο του Κόντογλου, αντλείς από κει μέσα το "ύδωρ το αλλόμενον", το αθάνατο νερό της Ιστορίας μας


"Τί είναι τα "Μυστικά Ανθη";
"Ένα στεφάνι, καμωμένο από λουλούδια λογισμών 
κι αισθημάτων, κομμένα από τον πάντερπνο κήπο
της όλης συγγραφικής παραγωγής Του Κόντογλου..."

                                         (Απο τον πρόλογο του εκδότη)

                        --//--
Ο Φώτης Κόντογλου, απ τους τελευταίους δασκάλους του Ελληνικού Γένους, που όσο ζούσε δε φιλούσε κατουρημένες ποδιές, αλλά στηλίτευε αλύπητα τη σαπίλα, σε αντίθεση με τους σημερινούς ψευτοδιανοούμενους και τους υμνωδούς της ηθικής παραλυσίας, έγραφε στα κείμενα του στα "Μυστικά Άνθη" (σελ. 337-338).
Μια συλλογή άρθρων που κατά καιρούς είχε γράψει στον Τύπο.
Σήμερα μετά απο 60 χρόνια, φαντάζουν σαν να είναι γραμμένα μόλις χθες.
Ο κυρ Φώτης τους φώναζε από τότε, αλλά ποιός τον άκουγε...
Αν τα έγραφε σήμερα βέβαια, θα ανακυρησόταν ενθικιστής και ρατσιστής και χωρίς καλά καλά δίκη, θα βρισκόταν πίσω από τα σίδερα κανενός κελιού, από τα «προοδευτικά» φερέφωνα της νέας τάξης, τους φρουρούς του συνταγματικού τόξου, τους ολετήρες του ελληνισμού.
Εμείς δεν θα τολμήσομε ούτε παραλληλισμό με το σήμερα στα άρθρα του Κόντογλου του τότε, ούτε σχολιασμό, αφού μέσα από αυτά είναι ξεκάθαρο ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται με τον πιο κυνικό και αυταρχικό τρόπο.
Διαβάζοντας τα, αποτυπώνουν με απόλυτη ακρίβεια και σαφήνεια, τη σημερινή πραγματικότητα, για ένα και μόνο απλούστατο λόγο.
Όλα τα διεθνή βάρβαρα σκουλίκια αλλά και τα ντόπια εξαπτέρυγα τους που κατά καιρούς ορέγονται την Ελλάδα, είναι τόσο φτηνα, τόσο ποταπά και άνοα πνευματικά, που τα ίδια αρχέγονα σενάρια τους, έρχονται και εφαρμόζουν κατά καιρούς, χωρίς να αλλάζουν ούτε κατά κεραία το σχέδιο δράσης τους.
Αυτό και μόνο, είναι αρκετό για να καταλάβει ο σημερινός Έλληνας τη δική του πνευματική ανωτερότητα. Η φτήνεια και η επανάληψη του ουτοπικού βαρβαρισμού, μπροστά στο πνεύμα δημιουργικότητας και πανουργίας σκέψης του Έλληνα Οδυσσέα.
Γι αυτό ακριβώς το λόγο εξαφανίζουν την παράδοση, την ποίηση, την ελληνική λογοτεχνία. Και μας μπουκώνουν τη σαβούρα της υποκουλτούρας τους ακόμη και στην παιδεία, ώστε να παραμένομε χωρίς την πολύτιμη γνώση που θα μας κάνει να ανανήψομε, να σηκώσομε το κεφάλι, να αναντρανίσομε.
Γιατί αν έχοντας την αυτογνωσία και την ιστορικη γνώση τους κοιτάξει ο Έλληνας κατάματα , αυτομάτως πέφτει σαν χάρτινος πύργος σε ένα ντόμινο αυτοκαταστροφής, όλο το σαθρό, ουτοπικό τους οικοδόμημα που φροντίζουν με τους εδώ εφιάλτες και τα απαραίτητα εξαπτέρυγα, να μας επιβάλουν, να μας δουλοποιήσουν, να μας εκποιήσουν.
Διάβασε, Μάθε, Σήκωσε το κεφάλι και Κοίτα τους κατάματα.
Το φοβούνται και το τρέμουν.
ΤΟΤΕ θα σωθείς !


ΈΓΡΑΦΕ ο Κόντογλου…
 «Το νεοελληνικό κράτος το ελευθέρωσαν οι Έλληνες, αλλά το έστησαν οι Βαυαροί και το κυβερνούν 10-15 οικογένειες, δυναστείες πολιτικών.
Το κράτος αυτό, αντί να αναδείξει τις αρετές του λαού, την αντοχή, την καρτερία, το πνεύμα θυσίας και αυταπάρνησης, που το κράτησαν όρθιο στα χρόνια της πολυαίωνης σκλαβιάς, «φρόντισε» να εκλύσει τις χειρότερες ροπές του και να υποσκάψει τον εσώτερο χαρακτήρα του, το φιλότιμό του. Από την πρώτη ημέρα του ελεύθερου βίου του, οι δαίμονες της πατρίδας, οι πολιτικοί του, κατακερμάτισαν τον λαό σε κομματικά σουλτανάτα.
«Οι πολιτικοί μας και οι ξένοι τρώγονταν και καθένας κοίταζε να περισκύση η δική του φατρία. Άλλος το ήθελε Αγγλικόν, άλλο Ρούσικον, άλλος Γαλλικόν… τήραγαν να πάρουν κάνα λεπτό, ότι εις την Ελλάδα ηύραν αλώνι ν’ αλωνίσουν».
 (Μακρυγιάννης, «Απομνημονεύματα»).


Το κράτος αυτό το ανέστησε το αίμα του λαού του, με τους πολέμους του ’12-’13, για να έρθουν μετά οι άπληστες κομματικές συμμορίες, να το βυθίσουν στο Διχασμό και να το οδηγήσουν στο μικρασιατικό σφαγείο. Το κράτος αυτό είδε τον ανθό του να πολεμά με ηρωισμό στα βουνά της Ηπείρου και της Μακεδονίας αυτοκρατορίες ολάκερες, για να βρεθεί μετά από έξι χρόνια εμφυλίου αιματοκυλίσματος, ντροπιασμένο, ερειπωμένο «παλιόψαθα των εθνών».
Γιατί;
Για το ποια «φατρία θα περισκύση».
«Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί και θυσίες και ήττες κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας ήταν από άλλους αποφασισμένα», θρηνεί ο Ρίτσος στην «Ελένη».
Το κράτος αυτό έδιωξε τα καλύτερα παιδιά του στα ξένα και στοίβαξε τα υπόλοιπα σε τρισάθλιες τερατουπόλεις, μεταβάλλοντας τα σε κομματικά υποζύγια τυχοδιωκτών και απατεώνων.
Το κράτος αυτό με εκφυλιστική απάθεια και δειλία ανέχτηκε ένα σφύζον και θαυμαστό κομμάτι του Ελληνισμού, να ποδοπατείται και να δηώνεται από τις ορδές του Αττίλα.
Το κράτος αυτό, αντί να συνέλθει από την καταστροφή, επανέφερε τους ίδιους «εθνοσωτήρες» και τα εκγονά τους για να συνεχίσουν απτόητοι το ψεύτισμα των ψυχών και την διάλυση της πατρίδας.
Και βαπτίζει τους διαγουμιστές της Κύπρου φίλους και τους στηρίζει αναίσχυντα στην επέλασή τους προς την Δύση. Το κράτος αυτό ανέχθηκε μία δράκα σλαβοτουρκόγυφτων να μαγαρίζει το όνομα της Μακεδονίας και να τους εκλιπαρεί ψοφοδεώς για συνεννόηση.
Το κράτος αυτό επέτρεψε σε μία ολιγομελή, άνομη ομάδα καλαναρχών, να μετατρέψει τη διασκέδαση και την ενημέρωσή του, σε διδασκαλείο ηθικής παραλυσίας και διαφθοράς.
Την παιδεία σε αναξιοκρατικό άντρο, μπουκώνοντας τα παιδιά με άχρηστες γνώσεις και γεμίζοντάς τα «με μιαν αρρωστιάρικη ανησυχία, για το πώς θα βγάλουν το ψωμί τους μονάχα». Και επιτρέπει να κυκλοφορούν μες στις τάξεις βιβλία-προπαγανδιστικά σκουπίδια, πολύ πιο επικίνδυνα από Τουρκοκρατίες.


Το κράτος αυτό καταμόλυνε ακόμα και την Δικαιοσύνη- «πράγμα πολλών χρυσίων τιμιώτερον» κατά τον Πλάτωνα. Οι ανεπάγγελτοι, επαγγελματίες πολιτικοί,
όταν κρίνονται για ατασθαλίες παράγοντες του αντίπαλου κόμματος, εκθειάζουν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης.
Όταν λογοδοτούν οι ίδιοι προπηλακίζουν τη Δικαιοσύνη και διαπομπεύουν τους λειτουργούς της εκτοξεύοντας ύβρεις και ονειδισμούς.
Το κράτος αυτό κομματικοποίησε τις «ένστολες» δυνάμεις του τόπου, διαβρώνοντας την επαγγελματική τους συνείδηση. Τα νέα ιδεώδη των στρατιωτικών είναι οι γρήγορες προαγωγές και οι διοικήσεις.
Το κράτος αυτό εμπορευματοποίησε τον έξοχο πολιτισμό μας. Η ελληνική μουσική παράδοση ψυχομαχεί. Την περιφρονούν οι Ελληνόπαιδες, την μυκτηρίζουν, υποτονθορίζοντας (=μουρμουρίζοντας) τις «μουσικές δημιουργίες» των διαφημιστικών.
Κατάντησε την νεολαία νευρόσπαστο, λικνιζόμενο στους ρυθμούς του κάθε μασκαρά, που υποδύεται τον καλλιτέχνη.
Το ανίκανο κομματικό κράτος διέφθειρε την γλώσσα μας – «εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών» (Ελύτης).
Από τον 19ο αι. ακόμη ο συγγραφέας Χουρμούζης διεκτραγωδεί και γράφει για τα εκτρώματα της γλωσσικής ξενομανίας των Ελλήνων: «Συμπεριφορά γελοιωδεστάτη… ξιπασμένων οψιπλούτων αηδεστάτη επίδειξις! Πτωχοαλαζονεία αξία οίκτου, γλώσσα παρδαλή!».
Το κομματικό αυτό κράτος νοικιάζει μισθοφόρους «ψευτοδιανοούμενους», για ευνουχισμό της κοινωνίας και άλωση των ψυχών. «Γνωρίζω μερικούς όπου σχεδόν εντρέπονται να λέγωσιν ότι είναι Έλληνες!», έγραφε συγγραφέας του 18ου αι.
Το κράτος αυτό, το ψευτορωμαίικο, ανέχεται εδώ και δεκαετίες να το απομυζούν τρεις-τέσσερις οικογένειες και τα πορφυρογέννητα, πολλές φορές κνωδαλώδη, βλαστάρια τους, ομού με τις στρατιές των κηφήνων, των σφουγγοκωλάριων που τους δορυφορούν.

Και όταν στέρεψε η ευρωπαϊκή θηλή, φόρτωσαν στον λαό τις μαγαρισιές και τις ανομίες τους, ρίχνοντάς τον βορά στα νύχια της τοκογλυφικής κτηνωδίας.
«Στ’ όνομα της αλήθειας, ας μου συγχωρεθεί η σημερινή οργή, οργή ιερή και χίλες φορές δίκαιη. Χρόνια τώρα κάνω υπομονή, για να αποθρασύνουνται ολοένα αυτά τα φουσκωμένα χαρτοφάναρα.
Η Ελλάδα είναι εκεινού που δωρίζει σ’ αυτή έργα τιμημένα, κανωμένα με αίμα και με υπομονή, έργα που τα κάνει μονάχα η αγάπη. Δεν έχει κανένα δικαίωμα απάνω στην Ελλάδα ο «γυμνοσάλιαγκας», που τον καθίζει στην «έδρα» κάποιος ασήμαντος πολιτικός.
Αυτά τα πρόσωπα που λέγω, τα πήρανε δεν ξέρω ποιοί από τις επαρχίες, κάτι δασκαλάκια φοβισμένα, και τα θρονιάσανε στα υπουργεία, στα Πανεπιστήμια και στ’ άλλα πόστα της πολιτείας, και γινήκανε, αυτά τα ψοφήμια, θηρία ανήμερα, να καταξεσκίσουν κάθε άξιον εργάτη….
Καθαρίστε από την πνευματική πανούκλα τη δυστυχισμένη την Ελλάδα, για να μπορέσουνε να δουλέψουνε οι άξιοι δουλευτάδες….
Τα σκουλήκια που είπα, για να σώσουνε την τιποτένια ύπαρξή τους, δεν αφήνουνε καμμιά άξια ψυχή να ορθοποδήσει, από συμφέρον κι από φθόνο. Όλοι τούτοι οι πνευματικοί σαλταδόροι έχουνε πιάσει τα πόστα, όλα τα πόστα, κι η δύναμή τους είναι ιερή συμμαχία που έχουνε κάνει μεταξύ τους, ενώ ο καθένας είναι σαν μιά μυτζήθρα, που παριστάνει το κάστρο.

Αλλά είναι δεμένοι μεταξύ τους, όπως είναι οι κάμπιες κολλημένες η μία στον πισινό της άλλης.
Μόλις τις χωρίσει κανένας ψοφάνε.
Έτσι πρέπει να γίνει και με τις ανθρωποκάμπιες που μαραζώνουνε το πνευματικό ολόδροσο δέντρο της φυλής μας.
Τίμια αδέρφια μου, Έλληνες καθαρογεννημένοι, ξεριζώστε αυτά τα φαρμακερά βρωμοχόρταρα!»


(Φώτης Κόντογλου, «Μυστικά Άνθη», σελ. 338, εκδ. «Αστήρ» 1977)

Ασάλευτο θεμέλιο

Σήμερα νομίζεται καλός σε όλα, όποιος είναι αδιάφορος, όποιος δεν νοιάζεται για τίποτα, όποιος δεν νιώθει καμιά ευθύνη. Αλλιώς τον λένε σωβινιστή, τοπικιστή, μισαλλόδοξο, φανατικό. Όποιος αγαπά την χώρα μας, τα ήθη και έθιμα μας, την παράδοση μας, την γλώσσα μας, θεωρείται οπισθοδρομικός. Οι αδιάφοροι παιρνούν για φιλελεύθεροι άνθρωποι, για άνθρωποι που ζούνε με το πνεύμα της εποχής μας, που έχουν για πιστεύω την καλοπέραση, το εύκολο κέρδος, τις ευκολίες, τις αναπαύσεις, κι ας μην απομείνει τίποτα που να θυμίζει σε ποιό μέρος βρισκόμαστε, από που κρατάμε, ποιοι ζήσανε πριν από μας στην χώρα μας. Η ξενομανία μας έγινε τώρα σωστή ξενοδουλεία, σήμερα περνά για αρετή, κι όποιος έχει τούτη την αρρώστεια πιο βαρειά παρμένη, λογαριάζεται για σπουδαίος άνθρωπος.
Η Ελλάδα έγινε ένα παζάρι που πουλιούνται όλα, σε όποιον θέλει να το αγοράσει. Καταντήσαμε να μην έχουμε απάνω μας τίποτα ελληνικό, από το σώμα μας ίσαμε το πνεύμα μας. Το μασκάρεμα άρχισε πρώτα από το πνεύμα, και ύστερα έφθασε και στο σώμα. Περισσότερο αντιστάθηκε σε αυτή την παραμόρφωση ο λαός και βαστάξε καμπόσο, μα στο τέλος τον πήρε το ρεύμα και πάει και αυτός. Μάλιστα είναι χειρότερος από τους γραμματισμένους. Τώρα μαϊμουδίζει τα φερσίματα και τις κουβέντες που βλέπει στον κινηματογράφο, έγινε αφιλότιμος και αδιάντροπος. Ενώ πρώτα ξεχώριζε από άλλες φυλές, γιατί ήταν σεμνός, φιλότιμος, ντροπαλός, καλοδεκτικός, τώρα έγινε αγνώριστος. Τα όμορφα χαρακτηριστικά του σβήνουνε μέρα με την μέρα. Και οι λιγοστοί που διατηρούνε ακόμη λίγα σημάδια από την ομορφιά της ελληνικής ψυχής, παρασέρνονται σε αυτή την παραμόρφωση από τους πολλούς, που είναι οι έξυπνοι, οι συγχρονισμένοι, οι μοντέρνοι, αλλά που είναι στ’ αληθινά οι αναίσθητοι και οι αποκτηνωμένοι. Οι καλοί ντρέπονται γιατί είναι καλοί, συμμαζεμένοι και με ανατροφή. Οι άλλοι τους λένε καθυστερημένους. Συμπαθητικός άνθρωπος δύσκολα βρίσκεται πια σήμερα στον τόπο μας. Η μόδα είναι να είναι κανείς αντιπαθητικός, κρύος, άνοστος και μάγκας. Μάλιστα όπως όλα φραγκέψανε, φράγκεψε και ο μάγκας.
Οι πιο αγράμματοι ανακατώνουνε στην κουβέντα τους κάποια εγγλέζικα και εκεί που δεν χρειάζονται. Όσο για τους γραμματισμένους, όλη η γραμματοσύνη τους είναι να μιλάνε εγγλέζικα και σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει Έλληνας να μιλά ελληνικά. Ας καταργηθεί λοιπόν η ελληνική γλώσσα ολότελα, να μην κουράζονται τα παιδιά μας στην άσκοπη εκμάθευσή της. Κοιτάχτε τα παιδιά μας. Παρατηρείστε τις φυσιογνωμίες τους, το βλέμμα τους, τις κουβέντες τους, τα αστεία τους, τα παιχνίδια τους. Όλα μυρίζουνε … Ελλάδα, να μην αβασκαθούμε! Το μόνο που απόμεινε ελληνικό είναι το “ρε”. Το μασκάρεμα γίνεται γοργά και στο κορμί και στην ψυχή. Οι λιγοστοί που αντιστέκονται ακόμη σε αυτόν τον κατακλυσμό, πως να μπορέσουνε να βαστάξουνε; Γύρω τους βογγά η μεθυσμένη ανθρωποθάλασσα. Έρχεται καινούργιος κόσμος! Το κολοσσαίο με τα ουρλιάσματα του σκεπάζει τις ψαλμωδίες που λένε οι μάρτυρες, περιμένοντας τα θηρία να τους φάνε.
Αλλά αν θα λείψουν οι Έλληνες από το πρόσωπο της γης, μήπως θα απομείνουν τα βουνά, οι ακροθαλασσιές, οι θάλασσες, τα νησιά και τα βράχια με τον ελληνικό χαρακτήρα τους; Καθόλου! Τα περισσότερα τα έχουνε αγοράσει άνθρωποι που ήρθανε από τον βόρειο Ωκεανό, απόγονοι των Βικίγκων. Εκείνα τα κακόμοιρα νησιά τι συμφορά έχουνε πάθει! Η φτώχεια τους στάθηκε η καταστροφή τους. Σήμερα τα ρημάξανε άλλοι κουρσάροι, πιο επικίνδυνοι που σφάζουνε με το μπαμπάκι. Σκλαβώσανε τα νησιά με ευγενικό τρόπο, με το χαμόγελο στα χείλη. Τα άσπρα σπιτάκια των νησιωτών, που ζούσανε σε αυτά απλοϊκοί και συμμαζεμένοι άνθρωποι, θαρρείς πως γίνανε δημόσια. Κυκλοφορούν χιλιάδες φωτογραφίες της Μυκόνου, της Πάρου, της Αίγινας, της Ύδρας, και αντί να βλέπει κανείς στους στενούς δρόμους τους κάποιους αραιούς νησιώτες ψαράδες, ψημένους στην θάλασσα και νησιώτισσες με τα σεμνά τους ρούχα, βλέπει να γυρίζουν κάποια πλάσματα μισόγυμνα ή ολόγυμνα, ξενόφερτα, αγκαλιασμένοι θεατρινίστικα και να κάνουνε κάποιες άνοστες επιδείξεις “ταμπλώ βιβάν”, σα να παίζουν στον κινηματογράφο.
Και ρωτάς, κουνώντας το κεφάλι σου: τι σχέση μπορεί να έχουν αυτά τα δίποδα, με εκείνα τα σπίτια και με τα στενοσόκκακα των νησιών; Ταιριάζουνε με αυτά, όσο ταιριάζουνε οι τουρίστες με τα σορτς με τον Παρθενώνα που μπροστά του φωτογραφίζονται. Όμως εκεί στέκονται όσο να φωτογραφηθούνε, και δεν έχουνε για σπίτι τους τον αρχαίο ναό, ενώ τούτοι στα νησιά, κατοικούνε μέσα σε εκείνα τα αταίριαστα σπίτια. Όλα υπηρετούνε τα γούστα αυτών των αφεντάδων. Μάλιστα τόσο πολύ αγαπούν αυτοί την Ελλάδα, που είναι ενθουσιασμένοι πως δεν θα αφήσουνε τίποτα ελληνικό όπου πατήσουνε.


Καημένη Ελλάδα! Τι τέλος σε περίμενε! Μα δεν έχεις μήτε κάποιον να σε κλάψει, γιατί την κηδεία σου τη γιορτάζουνε σαν γάμο, με χαρές και με τραγούδια, που αυτά ευτυχώς δεν είναι ελληνικά.
Ακούστε την εξής ιστορία:
η χταπόδα βοσκά στον πάτο της θάλασσας, μαζί με το χταποδάκι. ’ξαφνα το καμακίζουνε.
Το χταποδάκι φωνάζει: με πιάσανε μάνα!
Η μάνα του του λέγει: μην φοβάσαι παιδί μου!
Ξαναφωνάζει το μικρό: με βγάζουν από την θάλασσα!
Πάλι λέγει η μάνα: μην φοβάσαι παιδί μου.
Και πάλι: με σγουρίζουνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με κόβουνε με το μαχαίρι!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με βράζουνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Με μασάνε μάνα!
Μην φοβάσαι παιδί μου!
Πίνουνε κρασί μάνα!
Τότε εκείνη αναστέναξε και φώναξε: Αχ, σε έχασα παιδί μου! Γιατί το κρασί είναι ο αντίμαχος του χταποδιού, επειδή το λιώνει στο στομάχι.
Δηλαδή η μάνα δεν φοβήθηκε μήτε το μαχαίρι, μήτε την φωτιά, μήτε τα δόντια, αλλά το κρασί, που είναι πιο ήρεμο και αθώο μπροστά στα μαχαίρια και τα δόντια.
Η Ελλάδα σαν το χταποδάκι πέρασε από φωτιές, δόντια, μαχαίρια, αλλά πνεύμα ΔΕΝ παρέδινε. Ο Φράγκος δεν έρχεται με μαχαίρια, πιστόλια και φωτιές. Ήρθε με χάδια και γλυκόλογα. Ήρθε με δώρα, με λεφτά, να ανακουφίσει την φτώχεια μας, να διασκεδάσει μαζί μας, να χορέψει μαζί μας, να μας ευκολύνει την ζωή με τα μηχανήματά του. Όπως το χταποδάκι έλιωσε στο κρασί, έτσι και η Ελλάδα κοντεύει να χαθεί από το γλυκό κρασί που την μέθυσε και δεν ξέρει τι κάνει και ξεγυμνώθηκε και στρήνιασε και εκ του στρήνους αυτής επλούτισεν.

ΟΙ ΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ


.... «Θα καθόμαστε να κυττάζουμε τώρα παπάδες και Ορθοδοξίες»;
Μα αυτούς δεν τους μέλλει κι αν εξαφανισθεί από τον κόσμο κάθε ελληνικό πράγμα. Και θα εξαφανισθεί όχι τόσο εύκολα με τον αμερικανισμό που πάθαμε, όσο αν γίνουμε στη θρησκεία παπικοί. Γιατί γι' αυτού πάμε.
Παπική Ελλάδα θα πει αξαφάνιση της Ελλάδας. Να γιατί είπα πως είναι πολύ σπουδαίο ζήτημα αυτές οι ερωτωτροπίες που αρχίσανε κάποιοι κληρικοί δικοί μας με τους παπικούς, κι η αιτία είναι το ότι δεν νοιώσανε τι είναι Ορθοδοξία ολότελα, μ' όλο που είναι δεσποτάδες.
Το κακό είναι πως ο λαός δεν πήρε, καλά - καλά, είδηση για τη συνωμοσία.......Πίστη ασάλευτη στην Ορθοδοξία, που εμείς οι προκομμένοι την πήραμε κληρονομιά και την πουλάμε «αντί πινακίου φακής» και ασπασμού της παντόφλας του Πάπα!
Μα σε τέτοιο σημείο εκφυλισθήκαμε; Αιτία είναι η έμφυτη ματαιοδοξία μας, που μας κάνει να θέλουμε να φαινόμαστε έξυπνοι συγχρονισμένοι, προοδευτικοί, κι όχι καθυστερημένοι. Με τη συναίσθηση της κατωτερότητας που αποχτήσαμε, φοβόμαστε σαν τον διάβολο μήπως μας πούνε «παλιά μυαλά, παλιοημερολογίτες, καθυστερημένους».
Και τρέχουμε να πάμε πρώτη σε κάθε κίνηση που περνά για «μοντέρνα», θέλεις μίμηση της «αφηρημένης ζωγραφικής», θέλεις ακαταλαβίστικες «λογοτεχνίες» (καημένη λογοτεχνία, πού κατάντησες!), θες φιλοπαπισμός, θες φιλοαμερικανισμός, στα πάντα, στα ντυσίματα μας(προ πάντων της νεολαίας), στον τρόπο που μιλάμε και σκεπτόμαστε, ακόμα και στις χειρονομίες.
Δηλαδή, καταντήσαμε μαϊμούδες του ανθρωπίνου γένους «εν ονόματι της προόδου και της θαυμάσιας εποχής μας».

Σας θυμίζουν, σας λένε κάτι οι κραυγές που έρχονται ψίθυροι, για να γίνουν καμπάνες, τα παλιά άρθρα του Κόντογλου ?
Αν όχι, αλλάξτε πλευρό στην πολυθρόνα και συνεχίστε το χουζούρι.
Αν κάτι σας ξύπνησαν, αν νοιώσατε κάτι να γαργαλά στις φλέβες σας, το ελληνικό φιλότιμο αν άρχισε να σιγομουρμουρίζει στη συνείδηση,
Ήρθ’ ο καιρός ν’ ΑΝΑΝΤΡΑΝΙΣΟΜΕ !




Πρόλογος σημειώσεις επεξηγήσεις
Βυζαντινός Αντίλαλος





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σχόλια αναγνωστών